Η εξάρτηση ενός μέλους της οικογενείας δημιουργεί σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική ισορροπία του εξαρτημένο αλλά και στους οικείους του. Η εξάρτηση ουσιών επηρεάζει ένα μεγάλο φάσμα οικογενειακών σχέσεων και συνήθως έχει αρνητικά αποτελέσματα στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση της οικογένειας. (Λιάππας, Μέλλος, Πομίνι, 2006 ).
Για την οικογένεια του εξαρτημένου, το ενδιαφέρον έχει αναπτυχθεί σύμφωνα με τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις: α. Η οικογένεια ως «θύμα» της εξάρτησης, με προσήλωση στις αρνητικές συνέπειες που προκαλεί η εξάρτηση σε όλα τα μέλη, β. Η οικογένεια ως δυσλειτουργικό σύστημα, το οποίο συμβάλει στην ανάπτυξη και συντήρηση της εξάρτησης, και γ. Η οικογένεια ως πλαίσιο βοήθειας για την επίλυση του προβλήματος. (Πομίνι, Λιάππας, 2007).
Από τη μια ο εξαρτημένος κάνει χρήση για να ελέγχει τα συναισθήματά του και να βιώνει μια πιο λειτουργική εικόνα του εαυτού του, από την άλλη όσο περισσότερο κάνει χρήση τόσο πιο πολύ χάνει τον έλεγχο των συναισθημάτων και των συμπεριφορών του (Bateson).
Οι συνέπειες της εξάρτησης στα μέλη της οικογένειας του εξαρτημένου:
Η εξάρτηση και κατάχρηση ουσιών έχει σοβαρές διαστάσεις για τη δημόσια υγεία,(Τερζίδου), με αρνητικές συνέπειες όχι μόνο στο εξαρτημένο άτομο αλλά και στα μέλη του άμεσου και ευρύτερου περιβάλλοντος, όπως παράδειγμα επεισόδια βίαιης συμπεριφοράς ή εμπλοκή σε τροχαία ατυχήματα λόγο της χρήσης ουσιών.
Όποιος ζει δίπλα σε εξαρτημένο από ουσίες άτομο είναι συνήθως εκτεθειμένος σε επαναλαμβανόμενες καταστάσεις έντονου άγχους, στρες και σε δυσλειτουργικές συμπεριφορές και αλληλεπιδράσεις. Σε διάφορα επιστημονικά δεδομένα διαπιστώνονται τα αρνητικά αποτελέσματα κατάχρησης ουσιών στους συζύγους και τα παιδιά του εξαρτημένου. (Copello, Velleman & Templeton, 2005).
Αρκετές έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά με εξαρτημένο από ουσίες γονέα βρίσκονται σε υψηλότερη επικινδυνότητα σχετικά με την εμφάνιση διαφόρων προβλημάτων στην παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή τους.
Εκτός από τη γενετική επιβάρυνση, υπάρχουν και οι ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες που συνδέονται με την κατάσταση εξάρτησης ενός γονέα. Τα παιδιά αυτά είναι συχνά εκτεθειμένα σε τραυματικές καταστάσεις, επεισόδια ενδο-οικογενειακής βίας, σωματική ή και σεξουαλική κακοποίηση, οικονομική ανασφάλεια, μειωμένη ποιότητα ζωής, υψηλή συγκινησιακή έκφραση συναισθημάτων στην οικογενειακή επικοινωνία (High Expressed Emotion), συγκρουσιακή επικοινωνία μεταξύ ζεύγους, φτωχότερη συναισθηματική σχέση γονέα-παιδιού, ελλειμματική ή μη σταθερή γονική φροντίδα, ανασφαλής προσκόλληση γονιού-παιδιού. (Jackson, Parra, Sher , 2004).
Συνέπειες των παιδιών των εξαρτημένων παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν μαθησιακές δυσκολίες, υπερκινητικότητα και ελλειμματική προσοχή, προβλήματα συμπεριφοράς, κατάχρηση αλκοόλ ή άλλων ουσιών, καταθλιπτική διάθεση και αγχώδη διαταραχή τόσο στην εφηβική όσο και στην ενήλικη ζωή τους. (Preuss, Barnow, Danko, 2002)
Τα παιδιά των εξαρτημένων επίσης, συχνά βιώνουν εναλλασσόμενα συναισθήματα αγάπης/μίσους προς τον εξαρτημένο γονιό, έλλειψη συνεχόμενης γονικής φροντίδας, απρόβλεπτες αντιδράσεις γονιού και εκμάθηση ενός δυσλειτουργικού μοντέλου συμπεριφοράς που επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξή τους.
Τα ανήλικα παιδιά αναλαμβάνουν ένα ενεργό ρόλο στην αντιμετώπιση της εξάρτησης του γονέα, παρουσιάζουν συμπεριφορές προστασίας ή ελέγχου που δεν αρμόζουν στο ρόλο και την ηλικία τους.
Είναι απαραίτητο να δοθεί περισσότερη προσοχή στις ανάγκες των παιδιών με εξαρτημένους γονείς, για την πρόωρη αντιμετώπιση και μείωση των σωματικών και ψυχολογικών προβλημάτων που μπορεί να εκδηλωθούν στην παιδική τους ηλικία αλλά και αργότερα στη ζωή τους. (Cambiaso, 2006).
Με τη σειρά τους οι σύζυγοι/σύντροφοι των εξαρτημένων παρουσιάζουν σωματικά ή και ψυχολογικά συμπτώματα άμεσα συνδεδεμένα με την επαναλαμβανόμενη κατάσταση στρες που βιώνουν. (Copello, 2005).
Ένα συχνό φαινόμενο που παρουσιάζετε με την κατάχρηση ουσιών είναι η βίαιη συμπεριφορά του εξαρτημένου προς τα μέλη της οικογένειας του. (O’Farrell, Murphy, 2004).
Το φαινόμενο όμως της χρήσης ουσιών μπορεί να εμφανισθεί και σε παιδιά οικογενειών όπου κανείς από τους γονείς δεν είναι χρήστης, αλλά υπάρχουν άλλου τύπου δυσλειτουργίες που εμποδίζουν την συναισθηματική ωρίμανση του παιδιού.
Η απουσία αξιών, η σύγχυση των ρόλων, η παράδοξη ή ασταθής συμπεριφορά του πατέρα ή της μητέρας, χαρακτηριστικά που δεν προσφέρουν ένα περιβάλλον ομαλής και δημιουργικής ανάπτυξης για τα παιδιά.
Οι οικογενειακοί παράγοντες που έχουν καταδείξει έρευνες, ότι σχετίζονται θετικά ή προστατευτικά με την πρόληψη ουσιών αφορούν, α. γονείς με θετικά πρότυπα συμπεριφοράς, ενίσχυση αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης των παιδιών τους μέσα από οικογενειακές, σχολικές ή ευρύτερα κοινωνικές δραστηριότητες, β. η σωστή οριοθέτηση σχέσεων, προσδοκιών, ευθυνών και η ρεαλιστική αντιμετώπιση δυνατοτήτων και αποτελέσματος (όχι παράλογες, υψηλές ή χαμηλές προσδοκίες αλλά με σημείο αναφοράς τις ικανότητες του συγκεκριμένου ατόμου και όχι ότι θεωρείται «επιτυχές» στην ανταγωνιστική μας κοινωνία, γ. η επαφή των γονιών με σχολικό ή εξωσχολικό περιβάλλον και τέλος δ. η αναγνώριση και επισήμανση του υποστηρικτικού ρόλου που έχουν οι παραδόσεις και η ιστορία όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας (σεβασμός αξιών, ηθών και εθίμων). Αυτοί είναι κάποιοι από τους παράγοντες που δείχνουν ότι η οικογένεια αποτελεί σημαντικό σχεδιασμό για την πρόληψη της χρήσης. (Μ. Μαλλιώρη, 2002).
Πως η οικογένεια συμβάλλει στην κινητοποίηση του εξαρτημένου;
Μια από της πιο κύριες πηγές κινητοποίησης του εξαρτημένου ατόμου είναι η πίεση που δέχεται από την οικογένεια του ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του. – Το ένα τρίτο των αιτημάτων βοήθειας σε προγράμματα απεξάρτησης προέρχεται από άμεσο συγγενή του εξαρτημένου, (Ε.Κ.Τ.Ε.Π.Ν, 2006).
Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα θεραπευτικών παρεμβάσεων – υποστήριξης και συμβουλευτικής θεραπείας που απευθύνεται σε συγγενείς- τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο.
Στόχος τους είναι η ενημέρωση, κατανόηση του φαινομένου της τοξικοεξάρτησης, η κινητοποίηση του εξαρτημένου, η διαχείριση της κρίσης μέσα στην οικογένεια, η στήριξη και προσωπική ανάπτυξη.
Εξάρτηση – Συνεξάρτηση
Κατά καιρούς έχουν ειπωθεί πολλοί ορισμοί της συνεξάρτησης. Ο Robert Subby σε ένα άρθρο του έγραψε ότι συνεξάρτηση είναι «Εκείνη η συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση και εκείνη η συμπεριφορά που αναπτύσσεται όταν ένα άτομο εκτίθεται ή υπόκειται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα σύνολο καταπιεστικών κανόνων που εμποδίζουν την ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων, καθώς και την άμεση συζήτηση προσωπικών ή διαπροσωπικών προβλημάτων».
Ο Earnie Larsen, άλλος ειδικός στη συνεξάρτηση, την ορίζει ως «Εκείνες οι αυτοκαταστροφικές επίκτητες μορφές συμπεριφοράς ή εκείνα τα ελαττώματα του χαρακτήρα που έχουν ως αποτέλεσμα μια φθίνουσα ικανότητα για δημιουργία σχέσεων αγάπης ή συμμετοχής σε αυτές».
Ο όρος συνεξάρτηση εμφανίστηκε στη σκηνή της ψυχοθεραπείας τη δεκαετία του ΄70. Ο Robert Subby και John Friel, γράφουν ότι ο όρος «Σχεδιάστηκε αρχικά για να περιγράψει το άτομο ή τα άτομα των οποίων η ζωή είχε επηρεαστεί, λόγω της σχέσης τους με κάποιον που ήταν χημικά εξαρτώμενος. Ο συνεξαρτώμενος σύζυγος ή το συνεξαρτώμενο παιδί ή ο συνεξαρτώμενος εραστής κάποιου που ήταν χημικά εξαρτώμενος, είχε θεωρηθεί άτομο που δημιούργησε ένα πρότυπο αντιμετώπισης της ζωής του που δεν ήταν υγιές, αλλά που αποτελούσε αντίδραση στην κατάχρηση του ποτού ή των ναρκωτικών που έκανε κάποιος άλλος».
Το άτομο που έχει επιτρέψει στη συμπεριφορά κάποιου άλλου ατόμου να το επηρεάσει, και στο οποίο ο έλεγχος της προαναφερθείσας συμπεριφοράς του άλλου ατόμου έχει γίνει έμμονη ιδέα, είναι συνεξαρτώμενο άτομο. (Melody Beattie, 1996).
Το άλλο άτομο μπορεί να είναι παιδί, ενήλικας, εραστής, σύζυγος, αδελφός/ή, παππούς, γονέας, πελάτης ή στενός φίλος. Αυτός μπορεί να είναι αλκοολικός ή εθισμένος στα ναρκωτικά, ψυχικά ή σωματικά άρρωστο άτομο.
Οι ειδικοί της Κλινικής Βερεσιέ υποστηρίζουν ότι οι συνεξαρτώμενοι θέλουν και έχουν την ανάγκη άρρωστων ανθρώπων γύρω τους, ώστε να είναι ευτυχείς με έναν αρρωστημένο τρόπο. Παράδειγμα, η γυναίκα ενός αλκοολικού χρειαζόταν να παντρευτεί και τον επέλεξε επειδή υποσυνείδητα γνώριζε ότι ήταν αλκοολικός. Επιπλέον της ήταν απαραίτητο να πίνει εκείνος και να την καταπονεί, για να αισθάνεται πλήρης και ικανοποιημένη.
Επίσης όταν ένας συνεξαρτώμενος διέκοπτε τη σχέση του με το προβληματικό άτομο, συχνά ο ίδιος επεδίωκε να σχετιστεί με ένα άλλο προβληματικό άτομο. Αυτές οι μορφές συμπεριφοράς και αυτοί οι μηχανισμοί αντιμετώπισης φαίνονταν να υπερισχύουν στη ζωή του συνεξαρτώμενου ατόμου, εφόσον το ίδιο το άτομο δεν άλλαζε αυτές τις συμπεριφορές.
Χαρακτηριστικά της Συν-εξάρτησης:
Οι οικογένειες μοιάζουν να μαστίζονται από έντονα αισθήματα ντροπής, φόβου, θυμού και πόνου στις σχέσεις τους με το εξαρτημένο άτομο, που ήταν το σημείο εστίασης όλων τους. Δεν μπόρεσαν όμως να εκφράσουν αυτά τα αισθήματα με ένα υγιή τρόπο, λόγω της εμμονής τους να ευχαριστήσουν και να φροντίσουν το εξαρτημένο άτομο. (Andrea Wells Miller, J. Keith Miller, 2010).
Η συνεξάρτηση είναι πολλά πράγματα. Είναι μια εξάρτηση από ανθρώπους, από τις διαθέσεις τους, τις συμπεριφορές τους ή και την αγάπη τους. Είναι μια παράδοξη εξάρτηση. Εμφανίζονται ως άτομα από τα οποία εξαρτώνται άλλοι, αλλά είναι και αυτοί εξαρτημένοι. Εμφανίζονται δυνατοί αλλά νιώθουν αδύναμοι. Εξουσιαστικοί, που στην πραγματικότητα όμως οι ίδιοι εξουσιάζονται.