Η κλινική εφαρμογή της φαρμακογενετικής στην ψυχιατρική είναι το πρώτο βήμα προς την εξατομικευμένη ιατρική, καθώς συμβάλλει στην εξατομίκευση της επιλογής των φαρμάκων που θα χρησιμοποιηθούν στην θεραπεία στη Κλινική Βερεσιέ.
Αυτό γίνεται με τη χρήση γονότυπου για την πρόβλεψη των επιπέδων του μεταβολισμού των φαρμάκων που έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή των ανεπιθύμητων ενεργειών και βελτίωση των θετικών κλινικών αποτελεσμάτων.
Μέσα απο τις φαρμακογενετικές αναλύσεις δίνονται επιστημονικές απαντήσεις στο γιατί μερικοί άνθρωποι ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένα φάρμακα ενώ άλλοι όχι.
Στην ψυχιατρική ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή δεν ανταποκρίνονται
ικανοποιητικά στην θεραπεία και παρατηρείται ποικιλομορφία τόσο στο εύρος των δόσεων ανάμεσα στους ασθενείς
όσο και στο θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Η διαφορετική ανταπόκριση στην φαρμακοθεραπεία μπορεί να οφέιλεται τόσο σε εξωγενείς παράγοντες όπως η αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα, ο τρόπος ζωής, η διατροφή όσο και σε ενδογενείς παραγοντές όπως γενετικές διαφορές που επηρεάζουν τα γονίδια υπεύθυνα για την δραστηριότητα των ενζύμων που μεταβολίζουν τα φάρμακα καθώς και τους κυτταρικούς υποδοχείς στους οποίους δρούν τα φάρμακα.
Η πλειονότητα των φαρμάκων στην ψυχιατρική όπως αντικαταθλιπτικά, αντιαγχωλητικά και αντιψυχωσικά φάρμακα μεταβολίζονται από τα ένζυμα του κυτοχρώματος P450, των οποίων η δραστικότητα καθορίζεται γενετικά.
Ο εντοπισμός αυτών των γενετικών παραλλαγών γίνεται σήμερα δυνατός χάρη στις φαρμακογενετικές αναλύσεις.
Οι εξετάσεις γίνονται με δείγμα DNA (λήψη αίματος η σάλιου).