Η μυασθένεια (Myasthenia Gravis, MG) είναι μια αυτοάνοση διαταραχή που χαρακτηρίζεται από μυϊκή αδυναμία, η οποία επιδεινώνεται με την κίνηση και βελτιώνεται με την ανάπαυση.
Τα συμπτώματα της μυασθένειας Gravis οφείλονται στη διαταραχή της λειτουργίας της νευρομυϊκής σύναψης δηλαδή του σημείου όπου γίνεται η μεταβίβαση της νευρομυϊκής διέγερσης και που αποδίδεται στην κατάληψη των υποδοχέων της ακετυλοχολίνης από αυτοάνοσα (που παράγει ο ίδιος ο οργανισμός) αντισώματα.
Υπολογίζεται ότι πάσχουν 10 στα 100.000 άτομα, ανεξαρτήτως γεωγραφικής περιοχής και παρατηρείται συχνότερα σε γυναίκες με αναλογία 2:1 μέχρι τα 60 έτη. Μετά την 6η δεκαετία ζωής η μυασθένεια gravis εμφανίζεται πιο συχνά στους άνδρες
Η έναρξη είναι συνήθως αιφνίδια και μπορεί να πυροδοτηθεί από στρες, λοίμωξη, τραυματισμό ή λήψη αναισθητικών φαρμάκων. Χαρακτηρίζεται απο οφθαλμικές διαταραχές, συνήθως διπλωπία και αδυναμία κινήσεων του προσώπου. Οι υπόλοιπες μυϊκές ομάδες όπως οι κοιλιακοί μύες και οι μύες των άνω και κάτω άκρων προσβάλλονται σπάνια.
Στο 10% των ασθενών με μυασθένεια ανευρίσκεται θύμωμα (όγκος στον θύμο αδένα) και στο 70% υπερπλασία του θύμου, κάτι που υποδηλώνει έντονη ανοσιακή απάντηση, αυξημένη, δηλαδή παραγωγή αντισωμάτων.
Η διάγνωση της μυασθένειας γίνεται απο Νευρολόγο με βάση την κλινική εικόνα του ασθενούς, την ανταπόκριση με δοκιμασία αναστολέων χολινεστεράσης, την ανίχνευση αντισωμάτων με ανοσολογικό έλεγχο,απεικονίσεις του μεσοθωρακίου και την διενέργεια ηλεκτρομυογραφήματος (Single Fiber EMG).
Η θεραπεία της μυασθένειας Gravis περιλαμβάνει τη χορήγηση φαρμάκων κατά της ακετυλοχολινεστεράσης, τη χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, την πλασμαφαίρεση, τη χορήγηση ανοσοσφαιρίνης και τη χορήγηση νέων στοχευμένων φαρμάκων.
Η θεραπεία εξατομικεύεται ανάλογα με την κλινική εικόνα και το ιστορικό του ασθενούς.