Η παράλυση προσωπικού νεύρου (Bell’s Palsy) , είναι μια βλάβη του προσωπικού νεύρου το οποίο είναι υπεύθυνο για την κινητικότητα των μυών του προσώπου.
Η παράλυση του προσωπικού νεύρου μπορεί να είναι κληρονομική ή επίκτητη, ενδεχομένως μετά από μια ιογενή λοίμωξη ή χωρίς καμία προφανή αιτία (ιδιοπαθής). Άλλες αιτίες περιλαμβάνουν την παρουσία όγκου που πιέζει το προσωπικό νεύρο, σοβαρές λοιμώξεις, και κάταγμα κρανίου.
Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από την πάρεση ή την παράλυση των μυών του ημιπροσώπου που αντιστοιχεί στο πάσχων νεύρο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την πτώση της γωνίας του στόματος (λόγω της αδυναμίας των μυών) και την αδυναμία σύσφιξης των βλεφάρων (διεύρυνση της βλεφαρικής σχισμής, σε πολλές περιπτώσεις λαγόφθαλμος).
Το πρόσωπο εμφανίζεται ασύμμετρο, ο ασθενής παρατηρεί επιπέδωση του προσβληθέντος μισού προσώπου και οι εκούσιες κινήσεις αφορούν κυρίως την υγιή περιοχή. Μπορούν να συνυπάρχουν διαταραχές της γεύσης και υπερακουσία.
Η διάγνωση είναι κατ' εξοχήν κλινική και στηρίζεται σε μία λεπτομερή νευρολογική εξέταση. Ιδιαίτερα χρήσιμος σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ο νευροφυσιολογικός έλεγχος (ηλεκτρομυογράφημα, ταχύτητα αγωγής του νεύρου) για την ακριβή εκτίμηση της βαρύτητας της βλάβης.
Είναι επίσης απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις η διερεύνηση των αιτιών που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη του νεύρου (Αξονική Τομογραφία Εγκεφάλου, Μαγνητική Τομογραφία Εγκεφάλου, αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος).
Η διαφορική διάγνωση γίνεται κυρίως με τις ασυμμετρίες του προσώπου οφειλόμενες σε βλάβες των κεντρικών οδών (εγκεφάλου) και όχι του νεύρου. Π.χ. ένα ΑΕΕ μπορεί να εκδηλωθεί με πτώση της γωνίας του στόματος οφειλόμενη σε βλάβη των κεντρικών κινητικών οδών.
Στις περιπτώσεις αυτές η συμπτωματολογία από την βλεφαρική σχισμή είναι μικρή έως ασήμαντη.
Σαν σημαντικότερη επιπλοκή θα πρέπει να θεωρηθεί η μη πλήρης αποκατάσταση της λειτουργίας του νεύρου που έχει σαν αποτέλεσμα τη μόνιμη ασυμμετρία του προσώπου του πάσχοντος.
Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει αποιδηματική αγωγή (κυρίως με κορτικοστεροειδή) η οποία θα πρέπει να εφαρμοστεί το ταχύτερο δυνατόν μετά την εγκατάσταση της συμπτωματολογίας.
Χρήσιμη θεωρείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η αγωγή με ιοστατικά φάρμακα (κυρίως για το ενδεχόμενο να προσβλήθηκε το νεύρο από τον ιό του έρπητα) καθώς και με βιταμίνες και φυσιοθεραπευτική αγωγή με ηλεκτροδιέγερση του πάσχοντος νεύρου.