Σε όλους μας έτυχε, αφού παρουσιάσουμε ένα σύμπτωμα πόνου, αδιαθεσίας, ταχυπαλμίας, ευκοιλιότητας, πονοκεφάλου, οσφυαλγίας ή κάτι άλλο να μας πέρασε από το μυαλό πως κάτι σοβαρό σημαίνει με την υγεία μας. Αμέσως αρχίζουν να μας τρώνε οι σκέψεις και ο φόβος μας για την υγεία και την ζωή μας και μας οδηγούν στην φαντασία πως πιθανόν να έχουμε μια ή μερικές από τις πιο δύσκολες και πιο επικίνδυνες ασθένειες- έμφραγμα, εγκεφαλικό και καρκίνο και άλλα...
Συνήθως αυτό που ακολουθεί είναι η αναζήτηση πληροφοριών από το ίντερνετ και από φίλους, γνωστούς και συγγενείς. Εδώ η σύγχυση και το άγχος αυξάνονται ακόμη πιο πολύ γιατί οι πληροφορίες που παίρνουμε κάτω από καθεστώς φόβου ουδέποτε θα είναι αρκετές για να μας καθησυχάσουν και να διώξουν τις υποψίες και τον φόβο μας, μάλλον μας τον μεγαλώνουν.
Εάν δε, με την πρώτη μας επίσκεψη σε γιατρό και αφού γίνουν οι βασικές εξετάσεις αίματος, ούρων, ακτινογραφίες, αξονικές τομογραφίες και ότι άλλο ζητήσαμε και μας πουν πως τίποτε σοβαρό δεν έχουμε και εμείς αναζητούμε σε δεύτερο και τρίτο και κάποτε και τέταρτο γιατρό μια διάγνωση που να συμπίπτει με τις υποθέσεις που κάνουμε και εάν η σκέψη για την κατάσταση της υγείας μας μάς απασχολεί συνέχεια, τότε αποκτούμε μια άλλη διάγνωση, που δεν έχει σχέση με αυτή που αναζητούμε επίμονα, που λέγεται «υποχονδρία», η οποία στην τελευταία ταξινόμηση των Ψυχικών διαταραχών (DSM 5), ονομάστηκε «Διαταραχή άγχους ασθένειας».
Η Διάγνωση αυτή λέει, πως έχουμε άγχος για τα θέματα της υγείας μας με τρόπο επίμονο και κάπως παράλογο, δηλαδή που ξεφεύγει από τα όρια της λογικής. Δηλαδή ανησυχούμε και μεγαλοποιούμε για κάτι που δεν έχουμε.
Σε τέτοια περίπτωση το άγχος αυτό μας κυριεύει, μας διαταράσσει τον ύπνο, μας, χαλά την διάθεση μας, δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε και να απελευθερώσουμε το μυαλό μας από τις κακές και επαναλαμβανόμενες σκέψεις του φόβου για κάποια ασθένεια που έχουμε και τον πιθανό μας θάνατο.
Υπολογίζεται πως ανά το παγκόσμιο ένα 10-15% των κατοίκων της γης σε κάποιο στάδιο της ζωής τους περνούν ένα τέτοιο υποχονδριακό επεισόδιο, που αναφέρεται και ως άγχος για την υγεία. Σε ένα πιο μικρό ποσοστό ανθρώπων, η πάθηση αυτή παραμένει και σταδιακά γίνεται μέρος της προσωπικότητας του ατόμου και δίκαια στο τέλος ανάμεσα στους γνωστούς ο ίδιος αποκτά τον χαρακτηρισμό του «υποχονδριακού».
Για να φύγουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί, που εντείνουν ακόμη περισσότερο την πάθηση η «υποχονδρία» αντικαταστάθηκε με τον όρο « διαταραχή άγχους λόγω ασθένειας».
Η διάγνωση αυτή βασίζεται στην παρουσία υπερβολικού άγχους για ασθένεια με συμπεριφορές που εκδηλώνονται με υπερβολική ενασχόληση με τον έλεγχο των συμπτωμάτων και συνοδεύονται με πολλά αιτήματα για εξετάσεις.
Η διαφορά από την «υποχονδρία» είναι πως δεν βασίζεται στην απουσία ασθένειας δηλαδή εδώ δεχόμαστε πως υπάρχει άγχος λόγω ύπαρξης ασθένειας. Αν στο τέλος η ασθένεια αυτή αποδειχτεί πως δεν είναι τόσο σοβαρή, τότε θα ασχοληθούμε με το άγχος που αφήνει πίσω της η επεξήγηση της.
Όταν κάποιος από το περιβάλλον μας παρουσιάσει τέτοιου είδους άγχος, πρέπει να αναλογιστούμε πως φέρουμε ευθύνη να σταθούμε δίπλα του και με λογικό τρόπο, βήμα με βήμα να τον βοηθήσουμε να βρει άκρη σε όλες τις υποψίες και φόβους που έχει.
Η φράση « δεν έχεις τίποτε», όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά του δίνει την εντύπωση πως κανένας δεν τον καταλαβαίνει και πως είναι εντελώς αβοήθητος. Άρα αυξάνεται περισσότερο το άγχος.
Όταν υπάρξει το αίτημα για διερεύνηση των συμπτωμάτων βοηθούμε το άτομο να φθάσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα στον προσωπικό του γιατρό. Εκεί πρέπει με αρκετή σοβαρότητα να καταγραφούν όλα τα συμπτώματα που αναφέρει και να γίνει προγραμματισμός εξετάσεων, αναλύσεων και ότι άλλο χρειάζεται ο γιατρός για να καταλήξει σε μια πιθανή διάγνωση ή αν δεν εμπίπτει στις δικές του ικανότητες να παραπέμψει σε ειδικό.
Από την αρχή πρέπει να μιλούμε ανοικτά με τον ασθενή που έχουμε μπροστά μας λέγοντας πως θα κάνουμε το άλφα ή βήτα και αναμένουμε το τάδε αποτέλεσμα. Αν αυτό υπάρχει με λογικό τρόπο εξηγούμε πως η ασθένεια είναι παρούσα ή αν δεν υπάρχει είναι απούσα. Ζητούμε δηλαδή από τον ασθενή να μπει στην διαδικασία της εκλογίκευσης της κατάστασης που βιώνει σε σύγκριση με τις εργαστηριακές ή άλλες αναζητήσεις που κάνει ο γιατρός γιαυτόν.
Είναι πολύ βασικό, ο έλεγχος της κατάστασης να μην φύγει από τον γιατρό ο οποίος για να πείσει δήθεν τον ασθενή δεν πρέπει να εκτελεί μηχανικά τις απεγνωσμένες εντολές του για νέες αναλύσεις, ή την επανάληψη τους, νέες περιττές εξετάσεις και δεν υπάρχει τέλος.
Αφού γίνει το πρόγραμμα που είπαμε πιο πάνω, αν υπάρχει πίεση ο γιατρός πρέπει να διαφωνήσει με τον ασθενή και να παραμείνει μέσα στα λογικά επίπεδα της συζήτησης του θέματος.
Ένα βασικό σημείο της όλης προσέγγισης μας είτε από κάποιο φίλο είτε από επαγγελματία υγείας, είναι πως σε κανένα στάδιο της επαφής μας με τον ασθενή δεν πρέπει να αφήσουμε να νοηθεί πως τα συμπτώματα που μας παρουσιάζει τα δεχόμαστε σαν φανταστικά.
Μπορεί αυτό να το έχουμε αντιληφθεί πολύ νωρίς, αλλά η σωστή παρέμβαση απαιτεί όπως με αρκετή σοβαρότητα τα μελετήσουμε και αναλύσουμε ένα- ένα και με λογικό τρόπο να τα συζητήσουμε με τον ασθενή μας, είτε για να τα απορρίψουμε ή να τα αποδεχτούμε για να προχωρήσουμε μέχρι να καταλήξουμε σε ένα αποδεκτό από τον ασθενή συμπέρασμα.
Για παράδειγμα ένας πόνος στην περιοχή της καρδίας, που εκφράζεται σαν φόβος εμφράγματος και στην ουσία είναι μια επιφανειακή νευραλγία στο στήθος και ο γιατρός το αντιλαμβάνεται αμέσως, ουδέποτε όμως αντιμετωπίζεται με την έκφραση « Αυτό δεν είναι τίποτε. Μην ανησυχείς», αλλά ότι δηλώνουμε πως «δεν είναι πολύ ανησυχητικό, αλλά θα το διερευνήσουμε με σοβαρότητα κάνοντας το άλφα ή βήτα συγκεκριμένα βήματα».
Η σοβαρότητα που θα δείξει ο γιατρός για να ξεδιαλύνει την υπόθεση μπορεί να είναι πολύ πιο αποτελεσματική από δεκάδες ψυχολογικές παρεμβάσεις.
Δηλαδή η συνέπεια του γιατρού στον προγραμματισμό των εξετάσεων, ο καθορισμός τακτικών συναντήσεων, ακόμη και μια κλήση τηλεφωνική ή ένα μήνυμα από τον γιατρό όταν έλθει ένα καλό αποτέλεσμα που ο ασθενής περιμένει με αγωνία μπορεί να είναι τόσο εφησυχαστικό και αγχολυτικό που να αποτρέψει πολλές άλλες αναζητήσεις για νέες εξετάσεις και άλλες γνώμες από πλευράς του ασθενούς.
Επίσης πρέπει να αποφύγουμε την τοποθέτηση διάγνωσης λόγω αποκλεισμού άλλων παθήσεων.
Εκείνο που έχει σημασία για τον πολύ αγχωμένο μας ασθενή είναι πως με το αντίκρισμα της πραγματικότητας, τόσο των κλινικών συμπτωμάτων, όσων και των εργαστηριακών ευρημάτων να βάλει ο ίδιος την λογική και την κρίση του και να πάρει τις αποφάσεις του και να πεισθεί για αυτά που ο γιατρός του αποδεικνύει.
Όταν ο γιατρός πεισθεί πέραν πάσης αμφιβολίας πως η οποιαδήποτε αναζήτηση πάθησης είναι άκαρπη, ή τουλάχιστον όχι τόσο σοβαρή όσο ο ασθενής πίστευε ή συνεχίζει να πιστεύει, τότε είναι η στιγμή να αρχίσουμε να μιλούμε για το άγχος και την πιθανότητα μια αγχωμένη διαταραχή να έχει και σαν περιεχόμενο της ανησυχίας για την υγεία και σκέψης για την ή τις ασθένειες.
Όταν αυτό γίνει αποδεκτό από τον ασθενή μας, δηλαδή πως υπάρχει και μια πιθανότητα να μην υπάρχει βασική σοβαρή σωματική ασθένεια, εξηγούμε πως πιθανόν να είναι ο τρόπος που το άγχος που έχουμε μας δημιουργεί αυτή την εντύπωση. Άλλος τρόπος εξήγησης είναι να είναι μια ψυχο-σωματική ασθένεια, δηλαδή, όταν υπάρχει αρκετό άγχος και ένταση αυτή σωματοποιείται, εκδηλώνεται με σωματικά συμπτώματα.
¨Όλα τα πιο πάνω με την κατάλληλη επεξήγηση μπορούν να βοηθήσουν τον ασθενή να μειώσει το άγχος του και ταυτόχρονα να δεχτεί και την πιθανότητα το αρκετό άγχος να τον κάνει τόσο φοβισμένο για τα θέματα της υγείας του, να ηρεμήσει, να δει με πιο ψύχραιμο τρόπο όλα όσα συμβαίνουν μαζί του και να σταματήσει την ψυχαναγκαστική του απασχόληση με την υγεία του.