Σε τι διαφέρουν η Νοητική Αδυναμία με την Ψυχική Διαταραχή


Η νοητική αδυναμία, όπως αποκαλείται πλεόν σύμφωνα με το ανανεωμένο Διαγνωστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM – 5), είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή με ελλείματα σε σημαντικούς τομείς της ζωής του ατόμου όπως η λογική, η κρίση, η ακαδημαική μάθηση, η προσωπική ανεξαρτησία και η κοινωνική ευθύνη. 

Όλα αυτά είναι απαραίτητο να συνδυαστούν με την κλινική εκτίμηση αλλά και με εξατομικευμένο και τυποποιημένο τεστ νοημοσύνης για να μπορέσει να διαπιστωθεί επακριβώς η βαρύτητα της διαταραχής. 

Η διαταραχή αυτή μπορεί να οφείλεται σε οργανικά αίτια, π.χ. από μια πιθανή εγκεφαλική παράλυση, επίσης μπορεί να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες όπως, εκπαιδευτικά περιβάλλοντα χαμηλού επίπέδου και ελάχιστων ερεθισμάτων μόρφωσης. Επιπρόσθετα ενδέχεται να παρουσιαστεί σε ένα ευρέως αποστερημένο κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο, μετά από ατυχήματα ή από ιατρικό λάθος κατά την διάρκεια της γέννησης και από ελλιπή προγεννητική φροντίδα, ενώ τέλος μπορεί να υπάρχει συννοσηρότητα με μια άλλη ψυχική διαταραχή.

Σύμφωνα με το (DSM – 5), υπάρχουν τέσσερα επίπεδα βαρύτητας νοητικής αδυναμίας, τα οποία αντιστοιχούν παράλληλα και σε συγκεκριμένους δείκτες νοημοσύνης. 

1. Ελαφριά / Ήπια (Δείκτης Νοημοσύνης IQ: 50-55 έως 70 περίπου)

2. Μέτρια (Δείκτης Νοημοσύνης IQ: 35-40 έως 50-55)

3. Βαριά (Δείκτης Νοημοσύνης IQ: 20-25 έως 35-40)

4. Βαθιά ή πολύ βαριά (Δείκτης Νοημοσύνης IQ: 20-25 και κάτω)

Η νοητική αδυναμία και η ψυχική διαταραχή παρόλο που είναι δύο κλινικά ξεχωριστές διαταραχές, εύκολα συγχέονται μεταξύ τους και για αυτό τον λόγο κρίνεται αναγκαίος ο διαχωρισμός τους. Πολλές φορές η σύγχυση μεταξύ των δύο αυτών διαταραχών γίνεται κυρίως λόγω της ταυτόχρονης εμφάνισης των συμπτωμάτων τους στο άτομο.

Καταρχάς, αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί είναι πως στη νοητική αδυναμία δεν παρατηρούνται ραγδαίες και απότομες αλλαγές στην καθημερινότητα του ατόμου, όπως ούτε και στη συμπεριφορά του αλλα και στον τρόπο που επεξεργάζεται τις πληροφορίες γύρω του. Ναι μεν υπάρχουν αρκετές ιδιαιτερότητες εξαιτίας των νοητικών δυσκολιών των ατόμων αυτών, παρολαυτά η βαρύτητα της διαταραχής είναι αρκετά σταθερή στο χρόνο. 

Αντίθετα στην ψυχική διαταραχή, τα συμπτώματα ενδέχεται να εμφανιστούν απότομα και ανεξάρτητα από την ηλικία του ατόμου, τα οποία ακολούθως επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τη συμπεριφορά και την ψυχοσύνθεση του ατόμου.

Πέραν των πιο πάνω, η νοητική αδυναμία δεν αποτελεί μια θεραπεύσιμη πάθηση, εντούτοις ενδέχεται να υπάρξουν αν και μακροπρόθεσμα, βελτιώσεις με σταδιακούς και αργούς ρυθμούς τόσο γνωστικά, όσο και στη συμπεριφορά ενός ατόμου.  Όλα αυτά γίνονται πάντοτε σε συνδυασμό με εξειδικευμένη παροχή θεραπείας, προσαρμοσμένης εξατομικευμένα στο άτομο αναλόγως της βαρύτητας της διαταραχής. 

Επιπλέον, οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους αφορούν κυρίως την ηλικία έναρξης των δύο διαταραχών στη ζωή του ατόμου. Όπως προαναφέρθηκε, η νοητική αδυναμία είναι συνήθως μία εκ γενετής και εφόρου ζωής διαταραχή, όπου τα αντίστοιχα συμπτώματα της εμφανίζονται ήδη από την στιγμή της γέννησης. 

Αντιθέτως, η ψυχική διαταραχή μπορεί να παρουσιαστεί οποιαδήποτε χρονολογική στιγμή και θα λέγαμε ότι ως επι το πλέιστον παρουσιάζει συγκριτκά με τη νοητική αδυναμία, πιο σύντομη βελτίωση των συμπτωμάτων στην πάροδο του χρόνου.

Πιο συγκεκριμένα στη περίπτωση αυτή παρουσιάζονται διαταραχές στο θυμικό -συναισθηματικό τομέα με εκρήξεις θυμού, επιθετικότητας, μελαγχολίας, κοινωνικής απόσυρσης ή και δυσκολίας σύναψης και διατήρησης διαπροσωπικών σχέσεων, χωρίς όμως αυτές οι δυσλειτουργίες να εμποδίζουν την ομαλή φυσιολογική ανάπτυξη του ατόμου. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα, η ψυχική διαταραχή να εμφανιστεί ξανά, αν η φαρμακευτική και ψυχοθεραπευτική αγωγή δεν επιτύχει, οπότε θα πρέπει να εξεταστεί μια διαφορετική θεραπεία για την αντιμπετώπιση της ή να εντοπιστούν οι παράγοντες (εξωγενείς ή ενδογενείς) οι οποίοι προκάλεσαν την υποτροπή. 

Ολοκληρώνοντας είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι, συνήθως μέσα από την έγκαιρη διεπιστημονική και διαγνωστική διαδικασία μπορούν να προληφθούν, αλλά και να αντιμετωπιστούν με τον κατάλληλο θεραπευτικό σχεδιασμό και οι δύο περιπτώσεις είτε ως μεμονωμένες, είτε ως καταστάσεις συννοσηρότητας. Με αυτό τον τρόπο παρέχεται η καλύτερη υλική, εκπαιδευτική και ψυχική υποστήριξη σε κάθε παιδί αλλά και ενήλικο, προκειμένου να αποκτήσουν, στον βαθμό που είναι δυνατόν στον καθένα, μια πιο λειτουργική και ποιοτική ζωή.