Όπως αναμενόταν, ως φυσικό επακόλουθο της δοκιμασίας που περνά η ανθρωπότητα με την πανδημία της μόλυνσης του κορονοϊού η ψυχική υγεία δεν μπορούσε να μείνει άθικτη.
Η επίδραση της αποστασιοποίησης, του περιορισμού, της στέρησης της προσωπικής επικοινωνίας, οι οικονομικές δυσκολίες, η απώλεια εργασίας, ή η εργασία από το σπίτι, ο φόβος από την μόλυνση και η απειλή του θανάτου και όλα τα άλλα συναφή με αυτά, επηρέασαν την αύξηση του άγχους και της κατάθλιψης ανάμεσα στο γενικό πληθυσμό.
Μπορούμε όμως να φανταστούμε πώς η ψυχική υγεία επηρεάστηκε και για όσους βίωσαν την ασθένεια και έτυχαν θεραπείας σε νοσοκομεία αναφοράς, σε εντατικές, με αναπνευστήρες, μακριά από την προσωπική παρουσία και στήριξη, το χαμόγελο και την αγάπη αγαπημένων τους προσώπων.
Αυτό είναι πολύ δύσκολο.
Η ψυχιατρική επιστήμη ρίχνει τώρα την προσοχή της σε αυτή την ομάδα στόχου και προσπαθεί να μάθει ποιες είναι οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία για να μπορεί έγκαιρα να λάβει τα αναγκαία μέτρα πρόληψης και θεραπείας.
Στον τόπο μας δεν έχει γίνει καμιά μελέτη μέχρι σήμερα που να βγάζει στην επιφάνεια τις επιπτώσεις της κοινωνικής, συναισθηματικής και δημόσιας υγείας στα άτομα που πέρασαν την μόλυνση και έτυχαν νοσηλείας.
Η καθημερινή πρακτική όμως, δείχνει πως τα ποσοστά άγχους, κατάθλιψης ανάμεσα σε αυτά τα άτομα είναι σε πιο ψηλά επίπεδα. Ειδικά ορισμένα συμπτώματα εμφανίζονται μετά την οξεία φάση. Το ίδιο είναι και το θέμα του μετατραυματικού στρες, του οποίου τα συμπτώματα συνεχώς θα βγαίνουν στην επιφάνεια σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα.
Ένα σημείο που χρήζει αξιολόγησης είναι για πόσο χρονικό διάστημα τα συμπτώματα αυτά παραμένουν, αν εγκαταλείπουν οριστικά τον επιζώντα ασθενή ή αν παραμένουν. Επίσης χρειάζεται η στενή παρακολούθηση ατόμων που είχαν ήδη πρόβλημα ψυχικής υγείας και πέρασαν την μόλυνση. Το ίδιο ισχύει και για πολλά άτομα που είχαν άλλα χρόνια προβλήματα σωματικών παθήσεων και τώρα, μετά την μόλυνση εμφάνισαν προβλήματα ψυχικής υγείας.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται και εκεί όπου υπάρχει σωματοποιημένη ψυχική διαταραχή, δηλαδή λόγω του άγχους και του στρες να συνεχίσει να υπάρχει βήχας, σωματική κόπωση, αϋπνίες, πόνοι σε διάφορα σημεία του σώματος, ταχυπαλμίες, αδιαθεσίες που δεν είναι μόνιμες, που κάνουν τους ασθενείς να γυρίζουν ειδικούς διαφόρων ειδικοτήτων μέχρι που να καταλήξουν στον ψυχίατρο για διάγνωση και έναρξη θεραπείας.
Η εμπειρία του οξέος αναπνευστικού συνδρόμου (SARS) το 2003 και του κοροναϊκού αναπνευστικού συνδρόμου της Μέσης Ανατολής (MERS-CoV), έδειξαν πως οι πιο πάνω ιογενείς παθήσεις σχετίζονται με μακροχρόνια προβλήματα ψυχικής υγείας με ψυχολογική δυσφορία που παρέμεινε τουλάχιστον ένα χρόνο σε ασθενείς, δείχνει πως πιθανόν το ίδιο είναι τώρα και με τον κορονοϊό-19.
Είναι γιαυτό που είναι αναγκαία η συνεχής παρακολούθηση των πιο πάνω ατόμων, τόσο από ψυχιατρικής, όσο και από νευρολογικής πλευράς, έτσι όταν υπάρχει ανάγκη να γίνει λήψη έγκαιρων προληπτικών μέτρων.