Με τον όρο σεξουαλικές διαστροφές θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι καταστάσεις στις οποίες η σεξουαλική διέγερση ή ο οργασμός, εκδηλώνεται με δραστηριότητες ή φαντασιώσεις οι οποίες θεωρούνται ασυνήθιστες για την υπάρχουσα κουλτούρα και χαρακτηρίζονται από διαταραχή του σεξουαλικού σκοπού ή στόχου.
Η λέξη ασυνήθιστη που αναφέρεται πιο πάνω όμως, προκαλεί εύλογα απορίες για το πως ορίζεται το ασυνήθιστο και που μπαίνει μια γραμμή μεταξύ του φυσιολογικού και του παθολογικού. Ένα πολύ καλό παράδειγμα για να το κατανοήσουμε αυτό, είναι αυτό της ομοφυλοφιλίας, που είχε αποτελέσει ειδική διαγνωστική κατηγορία στο DSM III (σύστημα ταξινόμησης των Ψυχιατρικών διαταραχών). Μετά από κάποια χρόνια και συγκεκριμένα το 1987, καταργήθηκε από ξεχωριστή ψυχιατρική διάγνωση που ανήκε στην ομάδα των παραφιλιών, έπειτα από πίεση του κινήματος των ομοφυλοφίλων και κινημάτων πολιτών για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η εξέλιξη του καθαυτού ορισμού της διαστροφής σχετίζεται άμεσα με το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο από όπου προέρχεται και πιο συγκεκριμένα στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τότε ο Freud (1905) όρισε ως διεστραμμένη εκείνη τη σεξουαλική δραστηριότητα που είχε τα ακόλουθα κριτήρια: 1) εστίαζε σε μη γεννητικές περιοχές του σώματος, 2) αντί να συνυπάρχει με την κανονική πρακτική της γενετήσιας συνουσίας με ένα σύντροφο του αντιθέτου φύλου, εκτόπιζε και αντικαθιστούσε αυτήν την πρακτική και 3) έτεινε να είναι η αποκλειστική σεξουαλική πρακτική του ατόμου. Ο Freud παρατήρησε επίσης κάτι πολύ σημαντικό, ότι ίχνη διαστροφής μπορούσαν να βρεθούν στην πραγματικότητα στο ασυνείδητο οποιουδήποτε ατόμου υπόκειτο σε ψυχαναλυτική διαδικασία.
Από τότε όμως έχουν περάσει πάνω από 100 χρόνια και είναι λογικό να υπάρξουν αρκετές μεταβολές αναφορικά με το πολιτισμικό πλαίσιο και τις νοοτροπίες που αφορούν τη σεξουαλικότητα. Έγινε πλέον ‘’νόμιμο’’ αντικείμενο επιστημονικής μελέτης η σεξουαλική ζωή των ζευγαριών και φάνηκε ότι τα "φυσιολογικά" ζευγάρια δοκιμάζουν και υιοθετούν μια ποικιλία σεξουαλικών συμπεριφορών (πάντα με συναίνεση και των δύο πλευρών) με στόχο να αυξηθεί το επίπεδο της σεξουαλικής ευχαρίστησης.
Η ψυχίατρος McDougall αναφέρει ότι, φαντασιώσεις διαστροφής υπάρχουν κανονικά στη σεξουαλική συμπεριφορά όλων των ενηλίκων, αλλά δεν δημιουργούν ουσιαστικά προβλήματα, γιατί δεν βιώνονται ως καταναγκαστικές. Επομένως και σύμφωνα και με τη δική μας άποψη, ο όρος διαστροφή θα πρέπει να εστιάζεται και να περιορίζεται κυρίως σε περιπτώσεις όπου το άτομο επιβάλλει τις προσωπικές του επιθυμίες σε ένα σύντροφο ο οποίος δεν θέλει να συμμετέχει σε αυτό. Επίσης όταν αποπλανεί άτομα με μειωμένη νοητική αντίληψη όπως π.χ. ένα παιδί ή κάποιο άτομο με νοητική στέρηση, με σκοπό την δική του σεξουαλική ευχαρίστηση.
Ο ψυχίατρος Stoller υποστηρίζει ότι, οι κρίσιμοι παράγοντες που καθορίζουν το πότε μια συμπεριφορά αποτελεί διαστροφή είναι η βίαιη συμπεριφορά και η επιθυμία για ταπείνωση και εξευτελισμό του σεξουαλικού συντρόφου και του ίδιου του, του εαυτού. Με βάση αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαντικός παράγοντας για να ‘’ονομάσουμε’’ κάτι διαστροφή είναι η πρόθεση του ατόμου. Για τον λόγο αυτό η οικειότητα ανάμεσα στο ζευγάρι είναι καθοριστικής σημασίας ούτως ώστε να διαφοροποιήσει την αποκαλούμενη διαστροφή.
Κατά την άποψη μας διαστροφή είναι μια δυσλειτουργία του συνόλου της προσωπικότητας του ατόμου, που επηρεάζει το πως σχετίζεται με τον εαυτό του, αλλά και με τους άλλους. Με πιο απλά λόγια η διαστροφή δεν εκφράζεται μόνο μέσω μιας μεμονωμένης σεξουαλικής συμπεριφοράς, αλλά όταν η απουσία των συμπεριφορών αυτών προκαλεί σεξουαλική δυσλειτουργία στο άτομο. Επιπρόσθετα, πολύ βασικό στοιχείο της διαστροφής είναι η άρνηση του άλλου. Η σεξουαλική πράξη είναι από τη φύση της και μια μορφή συσχέτισης μεταξύ των δύο ατόμων, πέρα από ενστικτώδης ανάγκη. Για το παραφιλικό άτομο όμως ο άλλος δεν υπάρχει ως αυτόνομο, ανεξάρτητο και ισότιμο ον, με συνέπεια να αδυνατεί να σχετιστεί και να συμβιώσει μαζί του. Εδώ η διαστροφή λειτουργεί ως άμυνα, με την έννοια ότι προφυλάσσει το άτομο από την φοβία να σχετιστεί με αυθεντικότητα και ελευθερία απέναντι στον άλλο.
Συνοψίζοντας τα όσα αναφέρθηκαν μπορούμε να πούμε ότι διαστροφή δεν είναι μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αλλά μια βαθύτερη διαταραχή του συναισθήματος ενός ανθρώπου και έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι, με την κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη το άτομα που αντιμετωπίζουν αυτού του είδους ‘’διαταραχή’’ σε βάθος χρόνου είναι σε θέση να αντιληφθούν τις αιτίες που τα προκαλούν και να βρουν λειτουργικές λύσεις στο πρόβλημα τους.