Κορονοϊός. Το άγχος και η ένταση στην τρίτη ηλικία. Τρόποι αντιμετώπισης

Η μόλυνση του κορονοϊού δεν θίγει μόνο τα ζωτικά όργανα του ανθρώπου, πνεύμονα, καρδία και άλλα, αλλά κάνει τεράστια ζημιά στην ψυχολογία των ανθρώπων. 

Και ενώ στο σώμα η επίδραση είναι άμεση στην ψυχή είναι έμμεση.

Λόγω δηλαδή της μεγάλης επικράτησης και της διάδοσης του ιού, το μοναδικό μέτρο που εκτιμήθηκε ως αποτελεσματικό για την μη διάδοση του είναι  η κοινωνική απομάκρυνση- η καραντίνα στην οποία βρισκόμαστε τώρα.

Από εδώ προκύπτουν μια σειρά προβλήματα, που έχουν αντίκτυπο και στην τρίτη ηλικία.

Το πρώτο και πολύ βασικό είναι ο φόβος και δη φόβος θανάτου που έρχεται στο μυαλό ατόμων που ξεπέρασαν τα 65 χρόνια ζωής.

Δυστυχώς τα πρώτα θύματα στις χώρες όπου υπήρξαν μαζικοί θάνατοι- Ιταλία και Ισπανία στην καταπληκτική τους πλειοψηφία ήταν υπερήλικες. 

Σε αυτό το στατιστικό στοιχείο δόθηκε  από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας υπερβολική έμφαση- καθησυχαστική για τις πιο νέες γενιές, αρκετά όμως ανησυχητική για τους υπερήλικες.

Ο φόβος αυτός διαδίδεται και από την έγνοια που δίνουν τα παιδιά προς τους γονείς τους, πρώτα με τις απαγορεύσεις που τους επέβαλαν με τρόπο που πρέπει  για το καλό τους να τους υπακούσουν και δεύτερο με την αποφυγή ανθρώπινης, προσωπικής επαφής μαζί τους και αυτό πάλι για το καλό τους.

Δηλαδή επικράτησε η λογική πως « εγώ αν μολυνθώ, είμαι νέος και μπορεί ο  οργανισμός μου να τα βγάλει πέρα, αλλά αν συμβεί κάτι στου γονιούς μου, σίγουρα θα πεθάνουν».

Φυσικά τα γεγονότα αλλάζουν την εντύπωση αυτή γιατί φάνηκε στην πορεία της εξέλιξης της διάδοσης της νόσου, πως όλες οι ηλικιακές ομάδες είναι ευάλωτες. 

Όλα τα πιο πάνω αυξάνουν την ένταση και το άγχος ανάμεσα στους πιο ηλικιωμένους και αυτό τους κάνει το ανοσοποιητικό τους σύστημα να γίνει ακόμη πιο αδύνατο για να αντιμετωπίσει την απειλή του ιού.

Σε αυτό συντείνουν και πολλοί άλλοι παράγοντες.

Η κοινωνική απομόνωση στους ηλικιωμένους βιώνεται σαν πραγματική φυλάκιση, διότι η επικοινωνία του γινόταν μέσω των ομαδικών συναθροίσεων με φίλους και συγγενείς που έδινε ζωή και κουράγιο αυτό τώρα δεν υπάρχει.

Και ενώ για παράδειγμα οι πιο νέοι μπορούν να πάρουν εύκολα το τηλέφωνο ή το τάμπλετ ή το κομπιούτερ και να συνομιλήσουν επί ώρες με άλλο κόσμο, είτε φιλικά είτε επαγγελματικά, ακόμη και ερωτικά, οι ηλικιωμένοι, που είναι πιο λίγο εξοικειωμένοι με την σύγχρονη τεχνολογία, το στερούνται αυτό.

Επίσης  γίνεται πιο αισθητή η έλλειψη της άμεσης επικοινωνίας και της φροντίδας που έχουν από τα παιδιά τους.

Και αυτό θα επιδεινώνεται περισσότερο.


Η κλεισούρα και η ακινησία στερούν την κίνηση και το έστω λίγο περπάτημα , πολύ αναγκαία για άτομα που έχουν παθήσεις του κάρδιο-κυκλοφοριακού αγγειακού, συστήματος, καθώς και μια σειρά από νευρολογικές κα άλλες παθήσεις. Εδώ αναμένεται επιδείνωση των βασικών ασθενειών, αλλά ταυτόχρονη αύξηση της έντασης και του άγχους.

Μπαίνουμε δηλαδή σε ένα αέναο φαύλο κύκλο, που αν συμπληρωθεί με την αβεβαιότητα για το μέλλον, βάζουν σε ρίσκο τη σταθερότητα στην ζωή τους και την ίδια την ζωή τους.

Κατανοώντας λοιπόν τις πιο πάνω ιδιομορφίες μπορούμε να κάνουμε συγκεκριμένα βήματα για την αποφόρτιση των ηλικιωμένων συγγενών και φίλων από το κορονοϊκό στρες.

Πρώτο έχουμε καθημερινή τηλεφωνική επαφή με τους δικούς μας, και εκεί όπου υπάρχει τρόπος η χρησιμοποίηση τηλεοπτικών μέσων για ορατή  επαφή, θα είναι ακόμη καλύτερα.

Στην καθημερινή μας επικοινωνία δίνουμε:

  • Πιο πολλή χρόνο προσοχής στα ηλικιωμένα άτομα.

  • Πιο λίγες λεπτομέρειες για θανάτους και άλλους αριθμούς

  • Καθησυχαστικές νουθεσίες και προτροπές για τήρηση της κοινωνικής απομόνωσης.

  • Μήνυμα πως θα έχουν έξω από τη πόρτα τους όλα τα αγαθά που χρειάζονται για να τρέφονται και να ζουν καλά.

  • Την αγάπη μας και την ελπίδα μας πως και αυτό θα περάσει και πως δεν είναι μόνοι τους, γιατί εμείς δεν θα τους εγκαταλείψουμε ποτέ.