Η ηδονοβλεψία σύμφωνα με το ταξινομικό σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, θεωρείται ως διαταραχή της σεξουαλικής προτίμησης και γενικότερα κατατάσσεται στην κατηγορία των παραφιλιών.
Όσον αφορά τις παραφιλίες, το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι “η σεξουαλική απόκριση και διέγερση σε σεξουαλικά αντικείμενα ή καταστάσεις που δεν αποτελούν συνήθη διεγερτικά ερεθίσματα για τον άνθρωπο και σε ορισμένο βαθμό μπορεί να παρεμβαίνουν στη δυνατότητά του για αμοιβαία συναισθηματική σεξουαλική δραστηριότητα.” Με πιο απλά λόγια λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι, παραφιλίες αποτελούν οι έντονες και επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές παρορμήσεις και διεγερτικές σεξουαλικές φαντασιώσεις που εμπεριέχουν είτε: 1) αντικείμενα, 2) παιδιά ή μη συναινούντα άτομα και 3) βασανισμό ή ταπείνωση του συντρόφου ή κάποιου τρίτου προσώπου.
Η εκδήλωση τους γίνεται συνήθως κατά την εφηβική ηλικία και κατά την αρχή της ενηλικίωσης του ατόμου. Οι πιο συχνές είναι, η παιδοφιλία, η ηδονοβλεψία, η επιδειξιομανία και η εφαψιομανία ενώ δεν αποκλείεται, σεξουαλικά παρεκκλίνοντα άτομα να εκδηλώνουν περισσότερες από μια παραφιλίες.
Ηδονοβλεψία είναι η παρακολούθηση μιας σεξουαλικής δραστηριότητας μεταξύ άλλων ατόμων με συνοδό σεξουαλική διέγερση. Εδώ είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι προκειμένου η παρακολούθηση αυτή να χαρακτηριστεί ως παρεκκλίνουσα θα πρέπει: α) να αφορά παρακολούθηση ανυποψίαστων ατόμων, που είναι γυμνά ή να επιδίδονται σε σεξουαλική δραστηριότητα και β) να αποσκοπεί στη σεξουαλική διέγερση. Επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι ο ηδονοβλεψίας συνήθως δεν επιζητά σεξουαλική επαφή με τα άτομα τα οποία παρακολουθεί. Εν τέλει ο οργασμός πραγματοποιείται μέσω αυνανισμού, κατά τη στιγμή της παρακολούθησης ή αργότερα.
Όσον αφορά τη διάγνωση της θα πρέπει για μια περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών, να εμφανίζονται επανειλημμένες έντονες διεγερτικές φαντασιώσεις, σεξουαλικές παρορμήσεις ή συμπεριφορές, που να αφορούν άμεσα την πράξη της παρατήρησης. Επίσης το γυμνό άτομο που παρακολουθείται μπορεί να μην επιδίδεται πραγματικά σε μια σεξουαλική πράξη αλλά μπορεί απλά να βγάζει τα ρούχα του. Τα προαναφερθέντα, προκαλούν κλινικά σημαντική υποκειμενική ενασχόληση στο άτομο με αποτέλεσμα να επηρεάζει την λειτουργικότητα του σε μεγάλο βαθμό.
Όσον αφορά την αιτιολογία της, κατα καιρούς έχουν ενοχοποιηθεί ψυχοδυναμικοί, συμπεριφορικοί αλλά και βιολογικοί-γενετικοί παράγοντες καθώς και το θετικό ιστορικό παιδικής κακοποίησης. Η θεραπεία που εφαρμόζεται σε αυτή την περίπτωση είναι αιτιολογική, δηλαδή προσαρμόζεται στο προσωπικό ιστορικό και την αιτία που την έχει προκαλέσει. Η ατομική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει το άτομο να αναγνωρίσει παιδικές συγκρούσεις, συναισθήματα αλλά και τις φαντασιώσεις τού και με αυτό τον τρόπο το άτομο ενισχύεται για να ασκήσει έλεγχο στην συμπεριφορά του.