Τα τελευταία πενήντα χρόνια μαζί με τις τεράστιες οικονομικές αλλαγές που υπέστη ο τόπος μας, μαζί με όλο το χρόνιο τραυματικό στρες που φέρει το άλυτο πολιτικό μας πρόβλημα, η κυπριακή κοινωνία, εκτός της εμφάνισης νέων κοινωνικών προβλημάτων έχει και το καθήκον να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που προέρχονται από τις αλλαγές στην δομή και στον τρόπο λειτουργίας της και να γίνει πιο λειτουργική για να ανταπεξέλθει στις νέες κοινωνικές προκλήσεις.
Λίγα χρόνια πριν τα γεγονότα του 1974 η κυπριακή οικογένεια αποτελείτο από τον παππού, την γιαγιά, τον πατέρα, την μητέρα και τα παιδιά, όπου όλοι αυτοί ζούσαν σε ένα ενιαίο χώρο. Ο ρόλος και τα όρια του κάθε μέλους της οικογένειας ήταν ξεκάθαρος. Ο πατέρας έβγαινε προς τα έξω για να εξασφαλίσει τα υλικά αγαθά της οικογένειας. Η μητέρα φρόντιζε το σπίτι, τον σύζυγο της και τα παιδιά της. Ο παππούς και η γιαγιά πρόσφεραν αρκετή συναισθηματική στήριξη προς τα παιδιά και λίγα από τις οικονομίες τους.
Η εξέλιξη των γεγονότων, η προσφυγοποίηση του ενός τρίτου του πληθυσμού, αλλά και οι ανάγκες για επιβίωση στον υπόλοιπο πληθυσμό, έφεραν ουσιαστικές αλλαγές στην δομή της οικογένειας και διαφοροποίησαν τους ρόλους των μελών της. Έτσι σταδιακά ο παππούς και η γιαγιά εγκαταλείπουν τον κοινό χώρο και είτε ζουν στον δικό τους, είτε σε κοινούς χώρους με άλλους, όπως π.χ. γηροκομεία κλπ.
Η μητέρα, αφού έχει τώρα την ευχέρεια να αποκτήσει μόρφωση και ικανότητες εξειδίκευσης σε διάφορους κλάδους της κοινωνικο- οικονομικής απασχόλησης, βγαίνει και αυτή προς τα έξω για αποκατάσταση της στην ζωή και εξασφάλιση περισσότερων υλικών αγαθών για την ευημερία της οικογένειας της.
Παρακολουθώντας την εξέλιξη της κοινωνίας μας διαπιστώνουμε επίσης και τις ακόλουθες αλλαγές στον τρόπο συμβίωσης. Δηλαδή υπάρχουν τώρα άλλες μορφές συμβίωσης που δεν έχουν κανένα κοινό με τις παλιές, ακόμη και με τις νεότερες κλασσικές και νομοτελειακά εξελισσόμενες δομές της κυπριακής οικογένειας και γάμου.
Οι νέες μορφές συμβίωσης απορρέουν από: την συμβίωση χωρίς γάμο, τα διαζύγια που συχνά οδηγούν εκεί όπου υπάρχουν παιδιά, αρκετές φορές στην μονογονεϊκότητα, τους διαπολιτισμικούς γάμους, την απόκτηση παιδιών από διαφορετικούς συντρόφους, την συμβίωση τους σε κοινούς χώρους, τις υιοθεσίες, τη χρήση νέων τεχνολογιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, τη σταδιακή αναγνώριση κοινωνικών δικαιωμάτων στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια κοκ.
Οι αλλαγές αυτές είναι αναμενόμενο να προκαλούν νέα ηθικά, νομικά και κοινωνικά προβλήματα. Επίσης δημιουργούνται αμφιβολίες για το τι είναι λειτουργικό, σωστό, δίκαιο ή εφικτό σε θέματα συμβίωσης, αλλά κυρίως ευθύνης της διαχείρισης της ζωής, της διαπαιδαγώγησης και ανάπτυξης των παιδιών, που πολλές φορές συγκατοικούν με γονείς που η μοίρα έφερε στο σπίτι τους.
Αν δούμε πολύ προσεκτικά την δομή και τις σχέσεις που υπάρχουν σε πολλές σύγχρονες οικογένειες θα διαπιστώσουμε πως τώρα συμβιώνουν πρωτότυποι και ετερόκλητοι συνδυασμοί επικοινωνίας. Οι δεσμοί που κτίζονται δεν χαρακτηρίζονται από μονιμότητα και αυτό καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο της δημιουργίας και ανάπτυξης των στενών συναισθηματικών σχέσεων ανάμεσα στους διάφορους εταίρους.
Αν όμως επιστρέψουμε στην νεοκλασσική δομή της κυπριακής οικογένειας, όπου οι άλλοι συνδυασμοί που αναφέραμε πιο πάνω δεν υφίστανται, παρατηρούμε πως ο χρόνος επικοινωνίας και συναισθηματικής συνδιαλλαγής τόσο από και προς όλα τα μέλη της μειώνεται συνέχεια. Επίσης μαζί με την ποσοτική μείωση, παρατηρείται και ποιοτική μείωση των συναισθηματικών επαφών.
Σταδιακά η συνεύρεση για φαγητό ή άλλων ευκαιριών μέσα στο σπίτι ή έξω από αυτό, όλων των μελών της οικογένειας αραιώνει, ο καθένας έχει την δική του ατζέντα, το δικό του δωμάτιο, την δική του τηλεόραση, το δικό του κινητό. Χωρίς να θέλουμε να πούμε πως η σύγχρονη τεχνολογία είναι κάτι το αρνητικό και πως όλα τα πιο πάνω είναι αναχρονιστικά, λέμε ότι ο τρόπος που τα χρησιμοποιούμε πιθανόν να μη βοηθά στην καλύτερη μας επικοινωνία και αυτό να γίνεται με ψυχαναγκαστικό τρόπο.
Όλα αυτά λειτουργούν περισσότερο σαν μόδα, που πρέπει να ακολουθήσουμε παρά σαν ανάγκη και αυτά μας οδηγούν στην απομάκρυνση του ενός από τον άλλο και εν τέλει στην αποξένωση.
Από εδώ ξεκινούν και τα προβλήματα στην αγωγή των παιδιών μας, δημιουργούνται κενά στην συναισθηματική τους ανάπτυξη, στερούνται της αγάπης, ή πιο συγκεκριμένα την έκφραση της αγάπης και τη θαλπωρής των γονιών, δεν δημιουργούνται κανάλια συνεχούς επικοινωνίας μαζί τους σε δύσκολες στιγμές, όπου κυριαρχεί το άγχος και το στρες, και αντί να αναζητήσουν την βοήθεια και στήριξη μας καταφεύγουν σε «φίλους», ουσίες και συμπεριφορές που πιθανόν να τους οδηγήσουν σε εθισμούς και εξαρτήσεις.
Κατανοώντας λοιπόν τα πιο πάνω, ο σύγχρονος κύπριος γονιός πρέπει να αναλογιστεί το μεγάλο βάρος της ευθύνης που έχει προς τα παιδιά του και να φροντίσει, εκεί όπου υπάρχουν κενά στην προετοιμασία του να δημιουργεί σχέσεις επικοινωνίας με τα παιδιά του. Να μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του και να σταθεί δίπλα τους σε δύσκολες στιγμές, να τα συμπληρώσει αν χρειάζεται με συμμετοχή σε ειδικά μαθήματα ή να δεχτεί συμβουλευτική για να αποκτήσει γνώσεις και ικανότητες για καλύτερη λειτουργία του οικογενειακού συστήματος με σκοπό να στηρίξει έγκαιρα την ζωή των παιδιών του, που στην ουσία είναι και δική του ζωή. Και όλα αυτά με σκοπό την πρόληψη και όχι την θεραπεία.