Η κρίση της πανδημίας έδειξε την μεγάλη δυσπιστία που υπάρχει ανάμεσα στην κοινή γνώμη με οτιδήποτε έχει σχέση με την υγεία, μάλλον με την επιστημονική γνώση για την υγεία και ειδικά με την μόλυνση του κορονοϊού.
Αυτό φάνηκε από την αρχή, από την εμφάνιση και ύπαρξη του ιού, την διαφορά του από αυτό της γρίπης, τους τρόπους διάδοσης και πρόληψης και φθάσαμε μέχρι τις αμφισβητήσεις και επιφυλάξεις για το εμβόλιο.
Όλα αυτά δεν είναι πρωτοφανή στον τομέα της υγείας, απλά φέρνουν στην επιφάνεια την αδυναμία της επιστημονικής αποδεικτικής μεθόδου από μόνη της να νομιμοποιήσει και να παρουσιάσει με πειστικό τρόπο την επιστημονική γνώση στην κοινωνία.
Δηλαδή η δυσπιστία κάνει τους ανθρώπους να δυσκολεύονται να αποδεχτούν τις δηλώσεις των επιστημόνων αν είναι αληθινές ή όχι. Αν προστεθεί σε αυτά και το στοιχείο του φόβου και της απειλής του θανάτου, τότε η αποδοχή γίνεται σχεδόν αδύνατη.
Η δυσκολία αυτή προέρχεται από το γεγονός, πως οι απαντήσεις που μπορεί να δώσει ένας επιστήμονας μέσα από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας για να μεταφέρει την σκέψη του και να δώσει κατανοητή επιστημονική εξήγηση στην κοινή γνώμη, αναγκάζεται να καταφύγει στην αφήγηση, δηλαδή η επιστημονική επεξήγηση παίρνει την μορφή της διηγημένης γνώσης και δυστυχώς δεν γίνεται πιστευτή.
Τι σημαίνει αυτό;
Αυτό μπορεί να είναι κάτι το ασήμαντο, αλλά η χρήση της αφήγησης από ένα επιστήμονα (διότι δεν μπορεί και με κανένα άλλο τρόπο να γίνει κατανοητός από το ευρύ κοινό) οδηγεί την σκέψη του δέκτη στον μύθο και όχι στην επιστημονική απόδειξη.
Και ειδικά στην περίπτωση του ιού, που με την μορφή του κορονοιού-19, όπου η επιστημονική άποψη από την αρχή δεν ήταν αρκετή σαφής, κατηγορηματική και σίγουρη δημιούργησε αρκετές αμφιβολίες και έδωσε ακόμη και την εντύπωση πως ούτε καν υφίσταται.
Όλα αυτά συνέβησαν στα πρώτα στάδια της πανδημίας και τότε υπήρχαν πολλά ερωτηματικά για τον χαρακτήρα του ιού και του είδους της μόλυνσης του, του τρόπου διάδοσης του και να μην μιλήσουμε για τον τρόπο θεραπείας, που ήταν αρκετά αντιφατικός και υποθετικός και τώρα το αβέβαιο της μελλοντικής πρόληψης μέσω του εμβολιασμού.
Από την άλλη οι αρνητές σε όλο τον κόσμο, σε αντιπαράθεση με τους επιστήμονες μιλώντας με την γλώσσα του απλού αφηγητή, τους ήταν πολύ πιο εύκολο να μεταφέρουν τα μηνύματα του μύθου, τα οποία από το πλατύ κοινό είναι πιο εύκολα κατανοητά και αποδεκτά και έγιναν πολύ πιο εύκολα πιστευτοί και για αυτό διαδόθηκαν πολύ πιο εύκολα όλες οι συνωμοσιολογικές θεωρίες.
Το πλεονέκτημα της μη επιστημονικής αφήγησης συν όλα τα πιο πάνω δημιούργησαν μια αγκιστρωμένη σκέψη στην κοινή γνώμη, που είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει.
Πολλοί θεωρούν πως με την δημόσια εκπαίδευση μπορεί αυτό να αλλάξει, αλλά δεν πρόκειται να συμβεί, ακόμη αν μετατρέψουμε όλους τους ανθρώπους σε επιστήμονες, γιατί εδώ μιλούμε για την νομιμοποίηση της γνώσης, που ακόμη και ανάμεσα σε επιστήμονες και ακαδημαϊκούς παραμένει πρόβλημα γιατί η κάθε δήλωση πρέπει να γίνει αποδεκτή και το πρόβλημα του κάθε επιστήμονα είναι ποιά η απόδειξη και από ποιόν θα γίνει αποδεκτό πως η επιστημονική του δήλωση ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Συνήθως η προώθηση των επιστημονικών ιδεών γίνεται με την συναίνεση και αφού ληφθούν σοβαρά υπόψη όλες οι κοινωνικές συνθήκες, τα συμφέροντα, οι συγκυρίες και πολλοί άλλοι παράγοντες της δοσμένης χρονικής περιόδου που βγαίνουν στην επιφάνεια.
Για παράδειγμα αν ο Γαλιλαίος έκανε την ανακάλυψη του ένα αιώνα πριν, σίγουρα θα καιγόταν σαν μάγος στην φωτιά.
Και μια εξήγηση για την αφηγηματική μορφή. Οι ιδέες των κλασσικών φιλοσόφων και πολλών άλλων σύγχρονων επιστημόνων βασίζονται στον αφηγηματικό τρόπο μεταφοράς της γνώσης σαν την μοναδική διαδικασία για την προώθηση της. Εκεί όπου έγινε προσπάθεια για νομιμοποίηση της επιστήμης μέσω της φιλοσοφίας απότυχε. Καθώς επίσης απότυχε και η προσπάθεια διαχωρισμού της επιστήμης από την πολιτική.
Είναι για αυτό στην φιλελεύθερη Δημοκρατία φαίνεται πως η επιστήμη λειτουργεί σαν σύμβουλος των πολιτικών και των κυβερνήσεων στην λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Μπορεί η επιστήμη να έχει τις θέσεις της, αλλά την τελική απόφαση την έχει ο κυρίαρχος λαός- η πολιτική εξουσία ενός τόπου και μέσω αυτής της διαδικασίας, όπου η δημοκρατικά εκλελεγμένη εξουσία το έχει αποδεχτεί και το έχει κάνει πολιτική της απόφαση, τότε η επιστημονική γνώση μετατρέπεται πολύ πιο εύκολα σε κτήμα της κοινωνίας.
Το καλύτερο παράδειγμα είναι οι Συμβουλευτικές Επιδημιολογικές Επιτροπές που συστάθηκαν για τον κορονοϊό. Οι επιστημονικές απόψεις ουδέποτε εφαρμόστηκαν όπως προτάθηκαν. Παρουσιάζονται στην εκτελεστική εξουσία, η οποία τις λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη και λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις, για τις οποίες είναι υπόλογη ενώπιον του λαού.
Αυτό που έχει σημασία είναι πως η διαδικασία νομιμοποίησης της επιστημονικής γνώσης αφήνεται στους επιστήμονες, που δημιουργούν μια ειδική κοινωνική τάξη και λειτουργούν σαν σύμβουλοι στην δημοκρατική διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Η αναζήτηση της αλήθειας αφορά μόνο την ομάδα των επιστημόνων, που αναζητούν αποδείξεις μέσα απο τους κανόνες της επιστημονικής μεθόδου.
Η πράξη έδειξε πως εκεί όπου υπήρξαν πολιτικές αποφάσεις για κάποιες κρίσιμες στιγμές της πανδημίας, που ήταν σωστά και πειστικά επιστημονικά αποδεδειγμένες και η πολιτική εξουσία έδειξε πως τις πήρε πολύ σοβαρά υπόψη, έγιναν πολύ πιο εύκολα αποδεχτές απο την κοινή γνώμη.
Να μην ξεχνούμε επίσης πως ζούμε στην εποχή της ανεπτυγμένης τεχνολογίας όπου ο καθένας μπορεί να μετατραπεί πολύ εύκολα σε Μέσο Μαζικής Επικοινωνίας και να διαδίδει μύθους με τον τίτλο του «επιστήμονα» και την επικεφαλίδα της επιστημονικής γνώσης.
Αντί δηλαδή να νομιμοποιείται η αληθινή επιστημονική γνώση νομιμοποιείται ο «επιστημονικός» μύθος, που προσφέρεται σαν αφήγημα, το οποίο είναι και πιο εύκολα κατανοητό και αποδεκτό από τους πολλούς.