Η κοινωνία της γειτονιάς και η ανάγκη ανανέωσης των ανθρώπινων σχέσεων

Ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο διαμόρφωσης ανθρωπίνων σχέσεων.

Όσοι ζήσαμε τα νεανικά μας χρόνια κατά τις δεκαετίες του 1960-1990 οι παράγοντες που μπορούσαν να καθορίσουν τον τρόπο ανάπτυξης διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων ήταν εντελώς διαφορετικοί από αυτούς που βιώνουμε σήμερα.

Αυτοί ήταν: η συγγένεια, το ταξικό και οικονομικό υπόβαθρο, το επίπεδο μόρφωσης, η γειτονιά και η ένταξη σε ένα κοινωνικό σύνολο- κυνηγετική ομάδα, σύλλογος, σωματείο, συντεχνία, κόμμα, εκκλησία και πολλά άλλα.

Το ίδιο αφορά και τις διάφορες μορφές κοινωνικής επαφής, οι οποίες επίσης διαφοροποιήθηκαν αρκετά.

Τότε, στην περίοδο αυτή, εκτός του εργασιακού περιβάλλοντος, οι κοινωνικές επαφές με άλλους ανθρώπους γίνονται για τον ανδρικό πληθυσμό στο σωματείο/ καφενείο, στο λεωφορείο για την δουλειά και για όλους, γυναίκες και άντρες στην γειτονιά, στον περίπατο της Κυριακής, στη εκκλησία, στο σχολείο, στις διάφορες εκδηλώσεις, στους γάμους, βαφτίσια και άλλα.

Κατά τα πιο πάνω χρόνια επίσης άλλαξε ριζικά και η δομή της κυπριακής οικογένειας και αυτό είχε μεγάλο αντίκτυπο στην διαφοροποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων.

Η κυπριακή οικογένεια ήδη μετά το 1960 άρχισε να αλλάζει σταδιακά την δομή της αλλά και λόγω της υποχρεωτικής προσφυγοποίησης του ενός τρίτου του πληθυσμού το 1974 αναγκάστηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.

Από καθαρά αγροτικού τύπου οικογένεια , όπου σε ένα σπίτι ζούσαν μαζί ο παππούς, η γιαγιά, ο πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά, ακόμη και σε μικρά χωριά και προσφυγικούς συνοικισμούς αυτό άλλαξε και έγινε αστικού τύπου. Δηλαδή ο παππούς και η γιαγιά απομακρύνθηκαν από την πυρηνική οικογένεια και έμειναν ο πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά.

Ταυτόχρονα άλλαξαν ριζικά και απόλυτα και οι ρόλοι όλων των μελών της οικογένειας.

Πρώτο χάθηκε η συναισθηματική θαλπωρή, στήριξη και αξίες που έδιναν και μετέφεραν καθημερινά με την παρουσία τους και την επαφή τους με τα εγγόνια στο σπίτι ο παππούς και η γιαγιά. Χάθηκε ακόμη και η οικονομική τους συμβολή και βοήθεια προς την οικογένεια.

Η μητέρα λόγω των αναγκών της επιβίωσης της οικογένειας, εγκατάλειψε το ξεκάθαρο ρόλο της μητέρας, της αποκλειστικής νοικοκυράς και φροντίστριας των παιδιών και του συζύγου, και έπρεπε να μοιραστεί αυτό τον ρόλο με αυτό της εργάτριας/υπαλλήλου για να συμβάλει στην εξασφάλιση υλικών αγαθών.

Ο σύζυγος πατέρας αρχίζει να μοιράζεται τώρα την εξουσία που του εξασφάλιζε η αποκλειστική αποστολή του, να βγαίνει έξω μόνο αυτός από το σπίτι και να εξασφαλίζει για την οικογένεια του, μέσα από την εργασιακή του απασχόληση υλικά αγαθά και χρήματα, με την σύζυγο του.

Αυτό διαφοροποιεί εντελώς τον ξεκάθαρο ρόλο που είχε ο άντρας πριν συμβούν όλα αυτά και ανακατανέμονται οι ρόλοι και η «ισχύς» στο γονεϊκό και στο ευρύτερο οικογενειακό σύστημα.

Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την μέχρι τώρα αντίληψη της πατριαρχικής κυριαρχίας και δεν είναι λίγες οι στιγμές της σύγκρουσης λόγω των διαφορετικών αντιλήψεων των ορίων και εξουσιών στο άμεσο και έμμεσο οικογενειακό σύστημα.

Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο εξής:

Οι αλλαγές αυτές, που έχουν γίνει σε άλλες χώρες με την βιομηχανική επανάσταση και την αστικοποίηση για εκατό- εκατόν πενήντα χρόνια σε μας έπρεπε να γίνουν σε 15-20 χρόνια.

Αυτό απαιτούσε μεγάλες προσαρμοστικές ικανότητες για ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Η ανάπτυξη όμως των σχέσεων αυτών πρέπει να σημειώσουμε πως γίνεται στο περιβάλλον μιας πατρίδας μοιρασμένης, προδομένης, που κουβαλά ένα τεράστιο βάρος τραυματικού στρες λόγω όλων συμβαίνουν τα τελευταία πενήντα χρόνια, με αβεβαιότητα και ανασφάλεια για την επόμενη μέρα, τόσο στον πολιτικό όσο και στον οικονομικό τομέα, που κρατεί συνεχώς σε ένταση τον σύγχρονο πολίτη.

Όλα αυτά δημιουργούν τεράστια κοινωνικά κενά στην ανάπτυξη του ατόμου, της οικογένειας, της κοινότητας και της κοινωνίας γενικά.

Τα κενά αυτά, η κυπριακή κοινωνία τα πληρώνει με διάφορους τρόπους, όπως αστυφιλία, φυγή νέων ανθρώπων στο εξωτερικό, διαταραχές συμπεριφοράς για τα παιδιά, εγκατάλειψη του σχολείου, παραβατικότητα, αντικοινωνικότητα, αντι- εξουσιαστική στάση, κατάχρηση ουσιών και ανάπτυξη εθισμών συμπεριφοράς και πολλά άλλα.

Σαν συνέχεια των πιο πάνω, που έφεραν οι προηγούμενες καταστάσεις- αλλαγή δομής της οικογένειας, προσφυγοποίηση, αστυφιλία και η συνεχής εγκατάσταση σε απρόσωπες πολυκατοικίες, όπου ενώ ζουν όλοι μαζί, το μόνο που τους ενώνει είναι το ανσανσέρ, τα κοινόχρηστα και οι πιθανοί καυγάδες γύρω από το θέμα του πάρκιγκ.

Η νέα αυτή πραγματικότητα στέρησε τους ανθρώπους από ένα απλό «καλημέρα», ένα χαμόγελο, μια γλυκιά κουβέντα και μια στήριξη με λόγια ή με πράξεις σε μια δύσκολη τους στιγμή.

Οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονταν στο παρελθόν με τις κουβέντες στο πεζοδρόμιο, στον δρόμο ή στο σωματείο/σύλλογο/καφενείο της γειτονιάς και η ανταλλαγή των πιο πάνω μορφών επικοινωνίας πολλές φορές λειτουργούσε και ως ψυχοθεραπευτική παρέμβαση.

Ιδιαίτερα η ένδειξη αναγνώρισης και σεβασμού από κάποιο άτομο της γειτονιάς ή της κοινότητας είναι μια πολύ σοβαρή τόνωση της αυτοεκτίμησης.

Αυτό πολλές φορές λειτουργεί στην εκδήλωση θετικών κοινωνικών συμπεριφορών με βάση τους άδηλους νόμους της ευπρέπειας και αποδοχή της ιδιαιτερότητας των ανθρώπων της γειτονιάς και διατηρεί ένα πολύ ψηλό επίπεδο ευγένειας και αλληλοσεβασμού ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας της γειτονιάς.

Η ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνολογίας και η ηλεκτρονική επικοινωνία έδωσε ακόμη μια ώθηση στην κοινωνική μας αποξένωση, παρά το ότι μπορούμε με αυτά τα μέσα να επικοινωνούμε καθημερινά με διαφορετικούς τρόπους με αρκετούς ανθρώπους, μας λείπει η προσωπική επαφή.

Αντιμέτωποι λοιπόν με αυτή την νέα πραγματικότητα, η οποία σταδιακά εμπεδώνεται και στην νέα γενιά, εμείς που χαρήκαμε τις χαρές της γειτονιάς, τις γνωριμίες και φιλίες που χτίζονται στον τόπο που ζούμε αντιδρούμε.

Η αντίδραση μας δεν έχει στόχο να ανατρέψει τον νέο τρόπο επικοινωνίας, όπου η ζωή και οι ανάγκες μας για επιβίωση και ασφάλεια μας επέβαλε, ούτε να σταματήσουμε αυτό που νομοτελειακά γίνεται.

Απλά θέλουμε να μεταφέρουμε το μήνυμα της ανάγκης για προσωπική επαφή και γνωριμία, έστω και τυπική ανάμεσα μας και αφήνεται στον καθένα αν αυτό που κάνουμε ικανοποιεί τις ανάγκες του- γειτονικές, ανθρώπινες και φιλικές να δώσει συνέχεια.