Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτηρίζει ως εφηβεία την ηλικιακή περίοδο από τα 11 ως τα 19 έτη, ενώ η Αμερικανική Παιδιατρική Εταιρεία την περίοδο από τα 11 ως τα 21 έτη και αυτή η περίοδος είναι μια από τις βασικότερες περιόδους ανάπτυξης του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Στην περίοδο αυτή αναπτύσσονται τα κέντρα που καθορίζουν τον αυτοέλεγχο της συμπεριφοράς και της ανταμοιβής και βρίσκονται στις προμετωπιαίες φλοιώδεις περιοχές του εγκεφάλου. Στην περιοχή αυτή βρίσκονται τα κέντρα όπου λαμβάνονται αποφάσεις και ανάλογα με τις ανταμοιβές που υπάρχουν, καθορίζονται οι τρόποι κρίσης για τις διαφορετικές στάσεις και δράσεις απέναντι σε φαινόμενα που προσφέρουν ευχαρίστηση και ηδονή.
Αυτές είναι συμπεριφορές που έχουν να κάνουν με την χρήση τροφής ή άλλων ουσιών, ή με συμπεριφορές όπως ο τζόγος και η χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας. Η υπερβολική απασχόληση με αυτά δημιουργεί ανοχή, αύξηση των δόσεων, κατάχρηση, εξάρτηση και εν τέλει εθισμό. Λόγω της εξελικτικής ωρίμανσης του προμετωπιαίου λοβού, οι έφηβοι είναι πιο επιρρεπείς σε παρορμητικές και επικίνδυνες πράξεις που φέρνουν στιγμιαία ικανοποίηση.
Αυτός ακριβώς ο παράγοντας η ανωριμότητα δηλαδή του εγκεφάλου, είναι πολύ βασικός σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, η οποία καταφεύγει πολύ εύκολα και χωρίς πολλή περίσκεψη στην κατάχρηση φαγητού, νικοτίνης, καφείνης, αλκοόλ, κάνναβης και άλλων ουσιών, που δημιουργούν το άμεσο συναίσθημα της ικανοποίησης και τροποποιούν την διάθεση.
Εάν ταυτόχρονα με τις πιο πάνω ιδιομορφίες και ανάγκες, οι διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες (φτώχεια, έλλειψη νοήματος στην ζωή, στρες, ανισότητα, αποξένωση) συνυπάρχουν και το προκαλούν ή επιτρέπουν την επαφή με ουσίες, τότε μπορεί με εύκολο τρόπο το θέμα να πάρει κοινωνικές διαστάσεις .
Ο εγκέφαλος που έχει ωριμάσει, σε μια πιο προχωρημένη ηλικία, έχει περισσότερες ικανότητες να αντισταθεί στην πρόκληση εξασφάλισης άμεσης ικανοποίησης και αναζητά πιο μόνιμες τελικές ανταμοιβές. Εδώ η κρίση του ώριμου εγκεφάλου είναι διαφορετική και η διαμόρφωση στάσεων, ή η αλλαγή τους είναι περισσότερο προς όφελος του ατόμου παρά του πρόσκαιρου κέρδους.
Οι γονείς συνήθως αντιμετωπίζουν με κατανόηση τον παρορμητισμό στην λήψη αποφάσεων από τους έφηβους και συγχωρούν πολλές από τις πράξεις που κάνουν στην ηλικία αυτή. Αυτό είναι ως επί το πλείστο θετικό, διότι αν υπάρχει καλό κανάλι επικοινωνίας στην οικογένεια δίνεται η ευκαιρία για διόρθωση λαθών και σταδιακή ωρίμανση μέσα από τη πράξη.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι όμως πως τα όρια της χρήσης/ κατάχρησης/ εξάρτησης δεν είναι ξεκάθαρα και η συγχώρεση που δίνουν οι γονείς δεν μπορεί να είναι η ίδια σε όλα τα πιο πάνω στάδια. Εάν το άτομο έχει προχωρήσει στην εξάρτηση, στον εθισμό, τότε πρέπει να γίνει αποφασιστική οριοθέτηση της σχέσης μαζί του. Αυτό απαιτείται κυρίως γιατί το εξαρτημένο άτομο έχει χάσει τον εσωτερικό έλεγχο των λογικών του αποφάσεων, γιατί η δύναμη της εξάρτησης και η εμφάνιση στερητικών σωματικών ή ψυχολογικών συμπτωμάτων, δεν αφήνει την λογική και την κρίση να δράσουν και οι αποφάσεις του να γίνουν πράξη, αλλά παραμένουν υποσχέσεις, που ουδέποτε εκτελούνται.
Στο στάδιο αυτό οι γονείς και οι συγγενείς απογοητεύονται, αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από το εθισμένο άτομο, το δε εθισμένο άτομο το δέχεται σαν προδοσία και εγκατάλειψη στις δύσκολες του στιγμές από τους δικούς του και ο φαύλος κύκλος διευρύνεται με τραγικά αποτελέσματα.
Είναι γι΄αυτό, που όλες οι προσπάθειες πρόληψης επικεντρώνονται στα παιδιά και στους έφηβους, διότι όσο πιο νωρίς κάποιος μπει σ’ αυτή την διαδικασία, τόσο πιο νωρίς μπαίνει στον λαβύρινθο του εθισμού και πολύ πιο δύσκολα βγαίνει από αυτό.
Στην Κλινική ΒΕΡΕΣΙΕ λειτουργεί Τμήμα Παιδοψυχιατρικής που ασχολείται με το θέμα των εξαρτήσεων στην εφηβεία.