Οι βενζοδιαζεπίνες ονομάζονται τα φάρμακα τα οποία έχουν ηρεμιστικές , υπνωτικές , αγχολυτικές , αντισπασμωδικές , αναισθητικές και μυοχαλαρωτικές ιδιότητες.
Η
χορήγηση των φαρμάκων αυτών έχει ως στόχο να προσφέρει γρήγορη ανακούφιση στο
άτομο που βιώνει καταστάσεις σοβαρού άγχους ή αϋπνίας .
Στην αγορά είναι διαθέσιμος μεγάλος αριθμός ειδών βενζοδιαζεπινών. Υπάρχουν όμως μεγάλες διαφορές μεταξύ των διάφορων ειδών βενζοδιαζεπινών σε σχέση με την δράση τους στον ανθρώπινο οργανισμό, με αποτέλεσμα κάποιες δόσεις μπορεί να είναι ισοδύναμες σε ποσότητα, αλλά μπορεί να έχουν 20-πλάσιο αποτέλεσμα.
Μια άλλη διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στα διάφορα είδη βενζοδιαζεπινών είναι η ταχύτητα με την οποία οι ουσίες αυτές μεταβολίζονται και αποβάλλονται από το σώμα.
Διάρκεια των αποτελεσμάτων.
1.
Η ταχύτητα με την οποία αποβάλλεται μια βενζοδιαζεπίνη είναι προφανώς σημαντική για τον καθορισμό της διάρκειας των αποτελεσμάτων της. Ωστόσο, η διάρκεια της εμφανούς δράσης είναι συνήθως σημαντικά μικρότερη από την ημίσεια ζωή. (Ο χρόνος ημίσειας ζωής είναι ο χρόνος που απαιτείται ώστε η συγκέντρωση του φαρμάκου στο αίμα να μειωθεί κατά 50%).
2.
Αυτός ο χρόνος μπορεί
να ποικίλει ανάμεσα στα άτομα.
Η επίδραση
του φαρμάκου στον οργανισμό ξεκινά λίγο πριν την μια ώρα και διαρκεί ορισμένες
ώρες.
Η
μακροχρόνια χρήση των φαρμάκων αυτών καθώς και η αλόγιστη, υπερβολική τους
χρήση μπορεί να οδηγήσει σε εξάρτηση, σε σημείο που η μείωση τους ή η διακοπή
τους να προκαλέσουν στερητικό σύνδρομο.
Πιο κάτω
παρουσιάζεται Πίνακας με τα πιο γνωστά είδη βενζοδιαπεζινών με το χημικό και
εμπορικό τους όνομα.
Με την
χορήγηση των Βενζοδιαζεπινών ο εγκέφαλος επηρεάζεται είτε έμμεσα είτε άμεσα.
Οι βενζοδιαζεπίνες, επιδρούν στους υποδοχείς GABA ( Γαμα-αμινοβουτυρικό οξύ) του εγκεφάλου, ενισχύοντας τη δράση του.
Το GABA έχει μια ηρεμιστική δράση στον εγκέφαλο, είναι με άλλα λόγια το φυσικό
ηρεμιστικό και υπνωτικό του ατόμου. Η φυσική αντίδραση του GABA ενισχύεται από τις Βενζοδιαζεπίνες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η παραγωγή των υπαρχόντων νευροδιαβιβαστών από τον εγκέφαλο. Οι νευροδιαβιβαστές αυτοί είναι υπεύθυνοι για την φυσιολογική ετοιμότητα, τη μνήμη, το μυικό τόνο, το συντονισμό, τη συναισθηματική ανταπόκριση, τις φυσιολογικές ενδοκρινολογικές λειτουργίες, τον φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό, τον έλεγχο της πίεσης και πολλές άλλες λειτουργίες.
Ο εγκέφαλος, με τη χρόνια λήψη των φαρμάκων, «μαθαίνει» ότι δεν έχει ανάγκη από τόσο GABA, για να λειτουργήσει σωστά, και αρχίζει να παράγει λιγότερο. Όσο πιο πολύ λαμβάνει την εξωτερική βοήθεια ο εγκέφαλος τόσο πιο πολύ αντιλαμβάνεται ότι δεν χρειάζεται πλέον GABA. Έτσι, το άτομο μένει εκτεθειμένο χωρίς φυσικό τρόπο αντιμετώπισης του στρεσογόνου γεγονότος.
Οι
δυσμενείς επιπτώσεις των βενζοδιαζεπινών:
1. Υπερβολική καταστολή (oversedation):
είναι μια δοσοεξαρτώμενη επέκταση των κατασταλτικών/ υπνωτικών αποτελεσμάτων
των βενζοδιαζεπινών. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν υπνηλία, αδυναμία
συγκέντρωσης, έλλειψη συντονισμού, αδυναμία μυών, ίλιγγο και διανοητική
σύγχυση. Η υπερβολική καταστολή είναι πιο έντονη στα ηλικιωμένα άτομα και
μπορεί να συμβάλει στα πεσίματα και στα κατάγματα.
Η Υπερβολική καταστολή από τις
βενζοδιαζεπίνες συμβάλλει σε ατυχήματα στο σπίτι και στην εργασία και μελέτες
από πολλές χώρες έχουν δείξει μια σημαντική συσχέτιση μεταξύ της χρήσης των
βενζοδιαζεπινών και του κινδύνου σοβαρών τροχαίων ατυχημάτων. Οι άνθρωποι που
παίρνουν βενζοδιαζεπίνες θα πρέπει να προειδοποιούνται για τους κινδύνους της
οδήγησης και της λειτουργίας μηχανημάτων.
2. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα: Οι βενζοδιαζεπίνες έχουν αθροιστικές επιδράσεις με άλλα φάρμακα όπως τα υπνωτικά, κάποια αντικαθλιπτικά, πολλά ηρεμιστικά, νευροληπτικά, αντιεπιληπτικά τα οπιούχα και κυρίως το αλκοολ. Αν τα κατασταλτικά λαμβάνονται σε μεγάλη ποσότητα μαζί με βενζοδιαζεπίνες μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στο θάνατο.
3. Ανεπάρκεια μνήμης: Οι βενζοδιαζεπίνες μπορεί να προκαλέσουν αμνησία. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες παρατηρείται διαταραχή μνήμης όταν το άτομο λαμβάνει τα φάρμακα αυτά. Επιπλέον, η απόκτηση νέων πληροφοριών είναι ελλιπής αφού το άτομο δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί. Τα φάρμακα προκαλούν ένα συγκεκριμένο έλλειμμα στην «επεισοδιακή» μνήμη, που αφορά τη ανάμνηση των πρόσφατων γεγονότων, τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη, και τη συνέχειά τους στο χρόνο. Εξαιτίας της μείωσης της επεισοδιακής μνήμης μπορεί περιστασιακά να οδηγήσει σε κενά μνήμης ή «μπλακάουτ». Υπάρχουν αναφορές από άτομα ότι η ασυνήθιστη συμπεριφορά τους όπως οι μικροκλοπές από καταστήματα οφειλόταν στην διαταραχή της μνήμης.
Οι βενζοδιαζεπίνες
συνταγογραφούνται για την γρήγορη αντιμετώπιση του άγχους. Ωστόσο το φάρμακο
αυτό αν χρησιμοποιηθεί περισσότερο από
ότι χρειάζεται μπορεί να οδηγήσει στην δυσλειτουργική ψυχολογική προσαρμογή σε
παρόμοιες καταστάσεις. Παραδείγματος χάριν στην κρίση πανικού το άτομο δεν
μαθαίνει εναλλακτικές στρατηγικές αντιμετώπισης με αποτέλεσμα να έχει ανάγκη
πάντα την βενζοδιαζεπίνη.
4. Παράδοξο διεγερτικό αποτέλεσμα: Οι
βενζοδιαζεπίνες προκαλούν περιστασιακά αυξημένο άγχος, αϋπνία, εφιάλτες,
παραισθήσεις, υπερκινητικότητα ή επιθετική συμπεριφορά και επιδείνωση των επιληπτικών
κρίσεων σε επιληπτικούς. Οι αντιδράσεις αυτές είναι παρόμοιες με αυτές που προκαλούνται μερικές φορές από την
χρήση ουσιών.
5. Κατάθλιψη: Η μακρόχρονη χρήση των Βενζοδιαζεπινών μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται αρχικά κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης χρήσης. Η χρήση μπορεί να προκαλέσει ή και να επιδεινώσει ακόμα την κατάθλιψη. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τα φάρμακα αυτά συνταγογραφούνται για να αντιμετωπίσουν τις καταστάσεις μεικτού άγχους και κατάθλιψης. Σε μερικές περιπτώσεις σαν και αυτές τα φάρμακα αυτά ενδέχεται να προκαλούν τάσεις αυτοκτονίας στους ασθενείς
αυτούς. Επίσης, στα άτομα αυτά παρατηρείται «συναισθηματική αναισθησία», το
άτομο αδυνατεί να αισθανθεί πόνο ή ευχαρίστηση.
6. Δυσμενείς επιπτώσεις στα ηλικιωμένα άτομα: Το κεντρικό νευρικό σύστημα των ηλικιωμένων ατόμων είναι πιο ευαίσθητο στις κατασταλτικές επιδράσεις
των Βενζοδιαζεπινών. Τα φάρμακα αυτά μπορεί να προκαλέσουν πονοκεφάλους,
σύγχυση, ψευδοάνοια, αμνησία, απώλεια ισορροπίας.
7. Ανοχή: Η ανοχή σε πολλές από τις
επιδράσεις των βενζοδιαζεπινών αναπτύσσεται με την τακτική χρήση: η αρχική δόση
του φαρμάκου έχει σταδιακά μικρότερη επίδραση και επομένως χρειάζεται
μεγαλύτερη δόση για να το ίδιο αποτέλεσμα με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό έχει
συχνά ως αποτέλεσμα οι γιατροί να αυξάνουν τη δόση στις συνταγές τους ή να
προσθέτουν μια άλλη βενζοδιαζεπίνη, έτσι ώστε κάποιοι ασθενείς έχουν καταλήξει
να πάρει δύο βενζοδιαζεπίνες ταυτόχρονα. Ωστόσο, η ανοχή προς τις διάφορες
δράσεις των βενζοδιαζεπινών αναπτύσσεται με διαφορετική ταχύτητα και σε
διαφορετικό βαθμό.
8. Εξάρτηση: Οι
βενζοδιαζεπίνες είναι εξαρτησιογόνες ουσίες που προκαλούν ανοχή και σύνδρομο στέρησης.
Το σύνδρομο στέρησης από τις βενζοδιαζεπίνες χαρακτηρίζεται από: ναυτία ή
εμετούς, άγχος, ευερεθιστότητα, ανησυχία, αϋπνία, τρόμο (όχι πάντα προεξάρχον σύμπτωμα), εφίδρωση,
κόπωση και αδυναμία, σπασμούς, ένταση και κάποιες φορές μπορεί να φτάσει ακόμη και σε
παραλήρημα (σε ιδιαίτερες περιπτώσεις με ισχυρό βαθμό εξάρτησης). Επίσης, συχνά παρατηρείται
και το φαινόμενο της «αναπήδησης», δηλαδή η εμφάνιση των συμπτωμάτων για τα οποία το άτομο χορηγούνταν
τα φαρμάκων, σε πιο έντονη μορφή.
Το σύνδρομο στέρησης μπορεί να παρουσιαστεί σε διάστημα μεταξύ λίγων ωρών έως
μιας εβδομάδας, μετά τη διακοπή
λήψης της ουσίας. Η χρήση των βενζοδιαζεπινών μπορεί να γίνεται και από χρήστες άλλων ουσιών
(κυρίως οπιοειδών), όταν δεν έχουν πρόσβαση
στην ουσία που θέλουν να χορηγήσουν.