Τι πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς για την πρόληψη
Η αυτοκτονικότητα σε εφήβους και νέους είναι σε χαμηλά επίπεδα στην Κύπρο, αλλά και η οποιαδήποτε περίπτωση πρέπει να την βλέπουμε ξεχωριστά σαν ανθρώπου που η απώλεια της ζωής, εκτός του ότι είναι άδικη για τον ίδιο, φέρνει αλυσιδωτά συναισθηματικά και κοινωνικά επακόλουθα ειδικά σε ένα ευρύ κύκλο συγγενών, γειτόνων και φίλων και γενικά σε όλη την κοινωνία.
Σε αρκετές περιπτώσεις τα άτομα που οδηγούνται σ’ αυτή την απόφαση αφήνουν στο διάβα τους διάφορα σημάδια, μηνύματα προς το άμεσο τους οικογενειακό περιβάλλον, τα οποία αν γίνουν έγκαιρα αντιληπτά μπορεί να είναι αποτρεπτικά για μια τέτοια πράξη.
Η έγκαιρη αντίληψη του αυτοκτονικού ιδεασμού, δηλαδή της έμμονης θέλησης του ατόμου για να βάλει τέλος στη ζωή του, για να λυθούν δήθεν, τα υποτιθέμενα προβλήματα που έχει ο υποψήφιος αυτόχειρας μπορεί να αποδώσουν στην πρόληψη.
Έρευνες που γίνονται στο εξωτερικό δείχνουν πως τουλάχιστον οι μισοί από τους γονείς δεν είχαν καμιά ιδέα πως στο μυαλό του παιδιού τους υπήρχαν και αναπτύσσονται τέτοιες αυτοκαταστροφικές ιδέες.
Φυσικά η πρώτη δυσκολία είναι πως το παιδί μπορεί να έχει σκέψεις θανάτου, αλλά δεν τις εκφράζει στην οικογένεια του, ή αν γίνει προσπάθεια να τις αποκαλύψει αρνείται επίμονα για την ύπαρξη τους.
Είναι γι’ αυτό που επιστρέφουμε στην αναγκαιότητα της συνεχούς καθημερινής και καλής επικοινωνίας με τα παιδιά και μέσω αυτού να δίνεται η ευκαιρία για έκφραση συναισθημάτων από πλευράς των παιδιών και επίλυση των προβλημάτων που τους οδηγούν στην απόγνωση.
Σε κάποιες περιπτώσεις και ο ίδιος ο γονιός , αν αντιληφθεί αλλαγές στην διάθεση, στον ύπνο, πιο πολλή εσωστρέφεια και κλείσιμο στον εαυτό του και στο σπίτι, αποφυγή επικοινωνίας με αδέλφια, συγγενείς ή παραδοσιακούς φίλους μπορεί ανάμεσα στις άλλες διευκρινιστικές ερωτήσεις για όλα αυτά που συμβαίνουν να υποβάλει και την ερώτηση αν του περνά από το μυαλό και η σκέψη του θανάτου.
Από τον τρόπο της ανταπόκρισης, την γλώσσα του σώματος, και από την λεκτική απάντηση που θα πάρει, ο γονιός θα είναι σε καλύτερη θέση να κατανοήσει την σοβαρότητα του προβλήματος για να λάβει τα αναγκαία μέτρα για πρόληψη.
Οποιαδήποτε δε αντίληψη της ύπαρξης τέτοιων σκέψεων ή δηλώσεων πρέπει ν α αναφέρεται στον παιδίατρο ή στον οικογενειακό γιατρό. Η σχέση που αυτοί έχουν με το παιδί μπορεί να τους δίνει την ευκαιρία πιο ανοικτά να μιλήσουν για το θέμα αυτό.
Αυτοί δε με την σειρά τους αν αντιληφθούν την σοβαρότητα του θέματος ή την ύπαρξη ψυχικής διαταραχής να ζητήσουν την βοήθεια ψυχίατρου ή ψυχολόγου.