Η καθημερινή μας ζωή χαρακτηρίζεται από εναλλαγές στην διάθεση μας και της ικανότητας μας να διατηρούμε εγρήγορση, αλλά και να προσαρμοζόμαστε σε αυτή.
Η διάθεση μας και η εγρήγορση μας επηρεάζονται σημαντικά από την αλλαγή του φωτισμού και του σκοταδιού, που υποβαλλόμαστε συνέχεια όλο το 24-ωρο και επηρεάζει αρκετά τους εσωτερικούς μας βιολογικούς μηχανισμούς, που ονομάζονται κιρκάδιοι ρυθμοί.
ΟΙ ρυθμοί αυτοί καθορίζουν το χρονοδιάγραμμα σχεδόν όλων των φυσιολογικών, ψυχολογικών και συμπεριφερικών διεργασιών που συμβαίνουν στον ανθρώπινο οργανισμό, συμπεριλαμβανομένου και του ύπνου.
Η καθημερινή πρακτική, αλλά και πολλές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει πως η χρήση του αλκοόλ στους ενήλικες διαταράσσει τους κιρκάδιους ρυθμούς και προκαλούνται διαταραχές στον ύπνο.
Η χρήση και κατάχρηση αλκοόλ στην εφηβεία είναι ένα θέμα που απασχολεί σοβαρά την επιστημονική κοινότητα γιατί σε αυτή την αναπτυξιακή ηλικία ο κιρκαδικός ρυθμός δεν είναι σταθερός, αλλά παρουσιάζει αλλαγές ανάλογα με την ηλικιακή πορεία και το αλκοόλ μπορεί να τον επηρεάσει σοβαρά.
Επίσης σε αυτή την ηλικία η χρήση αλκοόλ μπορεί να αποτελέσει μέσο επικοινωνίας ή δημιουργίας φιλικών και κοινωνικών σχέσεων, που κάνουν ακόμη πιο επικίνδυνη την έναρξη χρήσης και της πιθανής συνέχισης της.
Οι αλλαγές στην διαμόρφωση του κιρκαδικού ρυθμού κορυφώνονται στην ηλικία των 20 χρόνων και οι αλλαγές του χρόνου του ύπνου καθορίζονται από κυρίως βιολογικούς παράγοντες.Ο χρόνος ύπνου επηρεάζεται επίσης από κοινωνικούς, πολιτιστικούς παράγοντες αλλά και κοινωνικο-δημογραφικούς.Δηλαδή ο ύπνος ενός Ελλαδίτη που βγαίνει για δείπνο μετά τις δέκα το βράδυ, θα είναι πολύ διαφορετικός από ενός πολίτη Δυτικοευρωπαϊκής χώρα που τελειώνει το βραδινό του φαγητό το αργότερο στις έξι.
Το ίδιο ισχύει και για τους έφηβους που διασκεδάζουν στις δισκοθήκες, που συνήθως ανοίγουν μετά τις 12 τα μεσάνυκτα.
Επίσης μεγάλη σημασία έχει ο χρόνος του ύπνου σε σχέση με το ωράριο υπηρεσιών και ατόμων που εργάζονται σε βάρδιες.
Η επίδραση του αλκοόλ στον εγκέφαλο είναι κατασταλτική, δηλαδή οδηγεί στον ύπνο και στην νάρκωση.
Εκείνο που είναι επικίνδυνο για τα άτομα της εφηβείας αναφορικά με την αϋπνία που μπορούν να παρουσιάσουν, είναι η πιθανή ύπαρξη άγχους και κατάθλιψης στο ιστορικό τους και η έλλειψη ύπνου να είναι σύμπτωμα τους.
Μια τυχαία χρήση ή κατάχρηση αλκοόλ μπορεί να δώσει καλά αποτελέσματα στην διόρθωση του ύπνου, ακόμη και στα πρώτα στάδια να βελτιώσει και την διάθεση.
Αυτό δυστυχώς δίνει ένα πολύ λανθασμένο και επικίνδυνο για το μέλλον μήνυμα: Πως με την κατανάλωση ποτού, μπορεί κάποιος να διορθώσει καταστάσεις- να νοιώθει κάποιος καλύτερα και να επιλύει πιο εύκολα τα ψυχολογικά του προβλήματα- να ηρεμεί, να καλυτερεύει την διάθεση του, να επικοινωνεί πιο εύκολα και να έχει και καλύτερο ύπνο...
Αυτό σε αρκετά άτομα οδηγεί στο συμπέρασμα πως με το αλκοόλ ξεπερνιούνται τα προβλήματα. Δηλαδή δίνεται η εντύπωση πως το αλκοόλ είναι «φάρμακο» και αρχίζει να χρησιμοποιείται σαν τέτοιο.
Στην ουσία δεν είναι και δεν μπορεί να είναι.
Το αλκοόλ στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο του εφήβου στην αρχή θα δώσει θετικά αποτελέσματα, αλλά σε λίγο χρονικό διάστημα θα αναπτυχθεί ανοχή, δηλαδή αν με 50 γραμμάρια είχαμε ένα καλό αποτέλεσμα στην διάθεση και στον ύπνο σε λίγους μήνες για να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα θα πρέπει να καταναλώνουμε συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες, 60-80-100-500...γραμμάρια και αυτό δεν έχει τέλος.
Στην περίπτωση μας η χρήση του αλκοόλ γίνεται για αντιμετώπιση ενός προβλήματος, της καταπολέμησης της αϋπνίας άρα χρησιμοποιείται για αρνητικό σκοπό.
Αυτό νομοτελειακά, αν έχει συνέχεια θα οδηγήσει στην εξάρτηση και στον εθισμό.
Τελειώνοντας υπογραμμίζουμε πως αν εμφανιστούν στην εφηβεία, αλλά και σε άλλες ηλικιακές ομάδες σημεία κούρασης και δυσκολιών στον ύπνο, ας αναζητήσουμε συμβουλή παρά να αρχίσουμε τυχαία θεραπεία με το αλκοόλ, που δεν μπορεί να λειτουργήσει με κανένα τρόπο ως φάρμακο.
Αντί, δηλαδή, να βοηθήσουμε θα χειροτερέψουμε την κατάσταση μας.